Ένα βήμα πριν διαβεί το μακρύ μονοπάτι της αβύσσου, η Μόνικα Βίτι, θα θυμηθεί όσα η μνήμη της αφήνει στον χρόνο να ξεφτίσουν και σαν λησμονημένες λέξεις που γράφτηκαν στον πίνακα με κιμωλία, για πάντα, στον αέρα να διασπαστούν.
Μικροί κόκκοι μνήμης, εικόνες που γεννιούνται, αποτυπώνονται σε φωτογραφίες γιατί μονάχα εκείνες μας υπενθυμίζουν την ύπαρξη στιγμών, ανθρώπων και συναισθημάτων, και ύστερα πεθαίνουν, στη μνήμη, η στα λησμονημένα χρόνια.
Στέκεται μόνη της πάνω σε ένα νήμα έτοιμο να κοπεί. Γιατί όσες χαρές και στεναχώριες κι αν τις χάρισε η ζωή, πλέον θα μοιάζει σαν να μην συνέβησαν ποτέ, σαν να μην υπήρξε σε κανέναν τόπο, να μην την είδε κανείς ή να την είδαν όλοι και μονάχα εκείνη δε θυμάται ποια λεωφόρο περπάτησε για τελευταία φορά, ποιος ήταν ο πρώτος της έρωτας ή ο τελευταίος, θα θυμάται τις ταινίες της σαν μια πολύ-παιγμένη κασέτα με κάποια που της μοιάζει, αλλά δεν θα μπορούσε να είναι εκείνη. Όσοι δεν την ξέχασαν θα της διηγούνται τα παιδικά της χρόνια, τα εφηβικά, όταν μέστωναν τα στήθη της, όταν σεργιάνιζε τα πλακόστρωτα δρομάκια της Ρώμης, όταν η ομορφιά της λύγιζε και τα πιο πετρό-καρδα αρσενικά.
Τα μάτια της άδεια, κενά από ανθρώπους, από τον κόσμο, βυθισμένα στη μελαγχολία και τη μοναξιά. Το σκοτάδι θ’ απλωθεί ολόγυρά της και σύγκορμα και ολόψυχα η ίδια θα το ακολουθήσει. Όλα αυτά, αφού περιπλανηθεί για τελευταία φορά σε όσα θυμάται.
«Ξεκινούνε εικόνες, γίνονται σώματα, λέξεις, ανάσες. Εγώ είμαι. Παύση. Εγώ ήμουν. Δεν είναι τίποτα το να ξεχνάς. Σαν τους ίσκιους που χάνονται στο δωμάτιο μόλις σβήσει το φως. Όλα συνεχίζουν να είναι εκεί: οι τοίχοι, οι καρέκλες, το τραπέζι. Και οι σκιές θα ξαναβγούν μόλις το φως επιστρέψει».
Βλέπω πόρτες, ίσως φτιάχτηκαν και τοποθετήθηκαν εκεί για να δημιουργήσουν έναν λαβύρινθο με πολλά κενά και ακαθόριστες εξόδους, που οδηγούν ξανά στο ίδιο σημείο, στο ξέφωτο. Όλα να μοιάζουν σα να ξαναειπώθηκαν, σαν να τα έχουμε ξαναδεί, σαν να έχουμε ξαναπεράσει από εκεί, σα να το είδαμε ξανά αυτό το δάσος κι αυτό το άνοιγμα. Πόρτες μπλε χρώματος, κινούμενες, κάποτε σαν διάπλατα παράθυρα, σχηματίζονται πάνω στο θεατρικό σανίδι σαν μοτίβα κάποιας ακολουθίας αναμνήσεων, από το ένα κουτί η Μόνικα μεταπηδά στο άλλο, ό,τι έχει απομείνει, πριν να σβήσουν όλα.
Είναι τόσο αγνά δοσμένο το κείμενο του Θωμά Τσαλαπάτη, κατανοεί τόσο νοερά τα συναισθήματα της ηθοποιού, σαν να έχει βιώσει την απώλεια της μνήμης. Πώς είναι να μη θυμάσαι που θέλεις να πας; Από που ήρθες; Ποιοι σε περιμένουν εκεί; Να είναι αβοήθητος σε πολύβουος δρόμους με θορυβώδη οχήματα, φωνές, λευκούς ουρανοξύστες που είναι όλοι ίδιοι, άνθρωποι που είναι ίδιοι, όλα αυτά μέσα από λέξεις, σκέψεις, προβληματισμούς και ανησυχίες τ’ άφησε να χυθούν πάνω στο λευκό χαρτί, σε εκείνο που προσπάθησε να το διαβάσει πριν καν το χαράξει με λέξεις, κι ύστερα απλώθηκε μια θλιβερή ιστορία με κάποια αίσια τέλη. Σαν ποίημα το έργο του, μελωδικό, αγνό, αυθαίρετο, συγκινητικό, γοερό και σπαρακτικό μα συνάμα ευδιάθετο. Προσπάθησε να μιλήσει για τη μούσα του κινηματογράφου Μόνικα Βίτι, την αξέχαστη ηθοποιό, με τα πιο οικεία λόγια.
Η Νικόλ Δημητρακοπούλου εφάρμοσε το κείμενο του Τσαλαπάτη μέσα σε ένα θεατρικό περίγραμμα. Μ’ ένα απλό και ουσιώδες σκηνικό, προκάλεσε την αίσθηση του «χάθηκα» με πόρτες που ποτέ δε γνωρίζουμε που θα μας βγάλουν, που όλες είναι ίδιες, που όμως μας οδηγούν σε μια εικόνα, σε μια ιστορία, ή σε αποκομμένες αναμνήσεις. Η ίδια και η Άλκηστης Νικολαΐδη ενσάρκωσαν ένα κομμάτι ή μια ανάμνηση της Μόνικα Βίτι. Από τον πρώτο στίχο «Εσείς. Εσείς είστε το όνομά μου σε αυτή την ανάμνηση. Τεκμήριο πως συνέβη. Εσείς είστε το όνομά μου. Οταν κάτι έχει μάρτυρες, συμβαίνει. Κάτι συμβαίνει ακόμη και αν δεν συνέβη (παύση). Δεν υπάρχει, δεν συνέβη. Υπάρχει, δεν θυμάμαι να συνέβη. Εσείς είστε. Η καταγραφή. Το δακτυλικό μου αποτύπωμα. Η μαρτυρία πως εγώ είμαι. Το τεκμήριό μου», άρχισα να ατενίζω κάποιο κενό και παράλληλα με προσοχή να παρακολουθώ τις κινήσεις του σώματος και του λόγου των ηθοποιών. Ήταν μια ορθά δομημένη, δυσνόητη παράσταση, που πέρα από τη νοηματική της απόδοση στάθηκε πολύ στη συναισθητική.
Το έργο, η παράσταση ήταν ένα αφιέρωμα στη χαμένη μνήμη της Μόνικα Βίτι, σαν να της λέμε και να της γράφουμε πως μπορεί εκείνη να ξέχασε τα πάντα, όμως, κανείς δεν την ξέχασε, όλοι τη θυμούνται, μια παρηγοριά ήταν αυτή η παράσταση, όχι μονάχα για τη Μόνικα, αλλά για όλους εμάς που οικειοθελώς θέλουμε να ξεχάσουμε το παρελθόν και το παρόν, ως πάντοτε μέλλον, που αφήνονται στην αοριστία τους, κι εμείς κινούμενες σκιές μεταβαλλόμαστε στον χρόνο.
Γιατί: «Κάθε αύριο αναβάλλεται για το χθες» και κάτι άλλο που μου εντυπώθηκε και μπορεί να μην έχει καμία συνοχή με όσα προείπα: «Τα παιδιά δεν υπάρχουν από την αρχή, και οι γονείς θα φύγουν πρώτοι».
Συντελεστές
Κείμενο: Θωμάς Τσαλαπάτης
Σκηνοθεσία: Νικόλ Δημητρακοπούλου
Σκηνοθεσία Εικόνας: Κωνσταντίνος Φραγκόπουλος
Φωτιστικός Σχεδιασμός: Νίκος Βλασόπουλος
Σκηνογραφία: Ανδριανός Ζαχαριάς
Επιμέλεια Κίνησης: Χαρά Κότσαλη
Μουσική – Ηχητικός Σχεδιασμός: Μανώλης Μανουσάκης
Φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου
Γραφιστική Επιμέλεια: Θάνος Κερμίτσης
Δημόσιες σχέσεις και επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγγάνη
Διεύθυνση Παραγωγής: Γιάννης Παντελίδης
Ηχογραφημένη φωνή: Λουκία Πιστιόλα
Ερμηνεία : Άλκηστις Νικολαϊδη, Νικόλ Δημητρακοπούλου
Πληροφορίες,
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Δευτέρα & Τρίτη στις 21.00
Τιμές εισιτηρίων: Γενική Είσοδος: 12€, Φοιτητικό, ανέργων: 10€, Ατέλειες ηθοποιών: 5€
Θέατρο 104,
Ευμολπιδών 41
118 54 Αθήνα
Τηλ.: 2103455020
0 Σχόλια