Η αμφισβήτηση ως απαρχή των πάντων:
Η αμφισβήτηση είναι αυτή που γεννά τη σκέψη. Την εναλλακτική αντίληψη των πάντων και κατ’επέκταση του ίδιου μας του εαυτού. Η αρχέγονη εκείνη ανάγκη να εξηγήσεις τον κόσμο. Τον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένος. Τις αξίες που τον διέπουν και το σημαντικότερο από όλα, ποια η δική μας θέση μέσα σε αυτόν. Ποιος ο σκοπός της ύπαρξής μας; Είμαστε κατά αποκλειστικότητα βιολογικοί μηχανισμοί, προγραμματισμένοι για την επίτευξη της προσωπικής μας επιβίωσης; Ή κάτι παραπάνω;
Κάτι που διαχωρίζει την ιδιαιτερότητα μας από τα υπόλοιπα έμβια όντα; Είμαστε αλήθεια τόσο ξεχωριστοί όσο νομίζουμε; Ή πολύ απλά υπερεκτιμάμε την αντίφαση του εαυτού μας μέσα σε έναν χαοτικό κόσμο;
Θέματα που θα απαντηθούν μέσω της ιδιαίτερης φιλοσοφικής σκοπιάς του Ντέιβιντ Χιουμ. Ενός από τους κορυφαίους φιλοσοφικούς εκπροσώπους στην ιστορία και εξέλιξη του πνεύματος.
Ντέιβιντ Χιουμ
Ο Ντέιβιντ Χιουμ γεννήθηκε στις 7 Μαΐου του 1711 στο Εδιμβούργο, Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Σκοτσέζος ιστορικός και φιλόσοφος αποτέλεσε την μεγαλύτερη επιρροή στην ανάπτυξη των δύο σχολών φιλοσοφίας, του σκεπτικισμού και του εμπειρισμού.
Ο Χιουμ έλαβε κατ’ οίκον μόρφωση στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Και κατόπιν ολοκλήρωσε της σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Στο οποίο μάλιστα εγγράφηκε σε ηλικία 12 ετών. Λόγω της άσχημης όμως κατάστασης της υγείας του, αφού εργάστηκε για λίγο σε έναν εμπορικό οίκο στο Μπρίστολ, πήγε να εγκατασταθεί στη Γαλλία.
Το διάστημα μεταξύ 1734 έως και το 1737, ο Χιουμ ασχολήθηκε έντονα με τα προβλήματα της θεωρητικής φιλοσοφίας. Εξ ου και το γεγονός ότι τη συγκεκριμένη περίοδο έγραψε το σημαντικότερο φιλοσοφικό του έργο, την «Πραγματεία για την Ανθρώπινη φύση». Ένα δοκίμιο που ενσωματώνει όλη την ουσία της σκέψης του. Παρά τη σημαντικότητα του έργου, η απήχηση δεν ήταν ανάλογη στο ευρύ κοινό. Ίσως εξαιτίας του δυσνόητου ύφους γραφής του. Τα μεταγενέστερα όμως έργα του Χιουμ γράφτηκαν σε απλούστερες μορφές του «διαλόγου», κάτι που τα καθιστούσε περισσότερο δημοφιλή και ευανάγνωστα.
Μετά την έκδοση της Πραγματείας, ο Χιουμ επέστρεψε στα κτήματα της οικογενείας του, στο Μπεργουικσάιρ. Εκεί έστρεψε την προσοχή του στα προβλήματα ηθικής και πολιτικής οικονομίας και έγραψε τα «Ηθικά και Πολιτικά Δοκίμια». Τα οποία γνώρισαν άμεση επιτυχία. Απέτυχε όμως να εξασφαλίσει θέση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, επειδή ακόμα και στην αρχή της καριέρας του θεωρείτο θρησκευτικά σκεπτικιστής. Το έργο του «Φιλοσοφικά Δοκίμια για την Ανθρώπινη Αντίληψη»(αργότερα μετονομάστηκε σε Έρευνα για την Ανθρώπινη Αντίληψη) δημοσιεύτηκε το 1748. Το βιβλίο αυτό είναι ίσως το πιο γνωστό έργο του, αποτελεί ουσιαστικά μια συμπύκνωση της Πραγματείας του φιλοσοφικού του «γίγνεσθαι».
Οι ιδέες της αμφισβήτησης
Η φιλοσοφική αρχή του Χιουμ επηρεάστηκε κατά κύριο λόγω από τις ιδέες του Τζων Λοκ και του επισκόπου Τζωρτζ Μπέρκλεϊ . Και οι δύο, Λοκ και ο Μπέρκλεϊ έκαναν διάκριση ανάμεσα στο λόγο και την αίσθηση. Ο Χιουμ όμως εξέλιξε την θεωρία ένα βήμα πιο πέρα. Προσπαθώντας να αποδείξει ότι ο λόγος και οι λογικές κρίσεις είναι απλώς συνήθεις συνειρμοί διακριτών αισθήσεων ή εμπειριών.
Με έναν ανατρεπτικό τρόπο στην ιστορία της φιλοσοφίας, ο Χιουμ επαναστατεί απορρίπτοντας τη βασική ιδέα της αιτιότητας, υποστηρίζοντας περίτρανα ότι:
Ο λόγος δεν μπορεί να μας δείξει τη σύνδεση ενός αντικειμένου με ένα άλλο. Αν και υποβοηθάτε από την εμπειρία και την παρατήρηση τους σε όλες τις παρελθούσες περιπτώσεις. Συνεπώς, όταν ο νους αναπαριστά την ιδέα ή εντύπωση ενός αντικειμένου με την πεποίθηση ενός άλλου, τούτο δεν καθορίζεται από το λόγο, αλλά από ορισμένες αρχές που συσχετίζουν τις ιδέες αυτών των αντικειμένων και τις συνενώνουν με τη φαντασία.
Η απόρριψη της αιτιότητας από την μεριά του Χιουμ, υπονοεί κατ’ επέκταση και την απόρριψη των επιστημονικών νόμων. Που βασίζονται στη γενική αντίληψη, ότι το ένα γεγονός κατ’ ανάγκη θα προκαλέσει την γένεση ενός άλλου και εκ προβλέψεως πάντοτε θα τη προκαλεί. Σύμφωνα με τα φιλοσοφικά δεδομένα του Χιουμ, η γνώση της ουσίας των γεγονότων είναι αδύνατη, αν και παραδεχόταν ότι στα πρακτικά ζητήματα οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να σκέπτονται με όρους αιτίας-αποτελέσματος και να υποθέτουν την αξιοπιστία των αντιλήψεών τους. Διότι διαφορετικά θα τρελαίνονταν.
Η πιθανότητα της γνώσης των σχέσεων μεταξύ ιδεών, όπως προκύπτουν και οι σχέσεις των αριθμών στα μαθηματικά, ήταν αποδεκτή από τον Χιουμ . Η σκεπτικιστική του προσέγγιση ωστόσο, αρνείται την ύπαρξη τόσο της πνευματικής ουσίας που υπέθετε ο Μπέρκλεϊ, όσο και της “υλικής ουσίας” του Λοκ. Αρνούμενος ακόμη και την ύπαρξη του ατομικού εαυτού, υποστηρίζοντας ότι επειδή οι άνθρωποι δεν έχουν μια σταθερή αντίληψη του εαυτού τους ως χωριστές οντότητες, «δεν είναι παρά ένα δεμάτι ή συλλογή διαφορετικών αντιλήψεων».
Περί ηθικής:
Όσον αφορά τον τομέα της ηθικής, ο Χιουμ υποστήριζε ότι η έννοια του ορθού και του εσφαλμένου δεν απορρέει από τον λόγο, αλλά προέρχεται από το ενδιαφέρον του καθενός μας για ευτυχία. Το ανώτατο ηθικό καλό κατά την άποψή του, είναι η καλοσύνη. Το ανιδιοτελές ενδιαφέρον για τη γενική ευδαιμονία της κοινωνίας, το οποίο συνέδεε άρρηκτα με την ανθρώπινη ευτυχία.
Άρα η ηθική δεν απορρέει από την λογική συνέχεια των ενάρετων σκέψεων. Αλλά από το συναίσθημα της προσφοράς και της αλληλεγγύης. Η ηθική είναι μια συναισθηματική παρόρμηση, είναι η εσωτερική εν συναίσθηση που μας ωθεί να διαπράξουμε το κοινό καλό, το καλό προς το συνάνθρωπο. Ώστε να καταφέρουμε να «φτάσουμε» κοντά, τόσο στην προσωπική όσο και στην κοινωνική ευδαιμονία.
Και ο Θεός;
Η παραπάνω άποψη περί ηθικής παραπέμπει σε έντονες θρησκευτικές επιρροές και καταβολές. Κάτι που δεν ίσχυε στην περίπτωση του Χιουμ. Ο οποίος επιχείρησε να αμφισβητήσει την ύπαρξη του Θεού, στρέφοντας τη κριτική του σκέψη προς δύο κατευθύνσεις. Αφενός μεν θεωρούσε ανεπαρκείς τις αποδείξεις υπέρ της ύπαρξης του Θεού, αφετέρου δε ισχυρίστηκε ότι δεν είναι λογικό να πιστέψουμε τα θαύματα. Τα οποία ασφαλώς, αν μπορούσαν να αποδειχθούν και επιστημονικά ότι τελέστηκαν θα αποτελούσαν αυτομάτως σοβαρό λόγο για να δεχθούμε και την ύπαρξη εκείνου που τα προκάλεσε.
Ακριβώς λόγω της αδυναμίας αυτής να αποδειχθεί η ύπαρξη του Θεού, ο Χιουμ υποστηρίζει το γεγονός ότι οι εισηγητές της θεωρίας της «ύπαρξης», υποστηρίζουν ότι ο κόσμος είναι πεπερασμένος. Ενώ στην πραγματικότητα ο κόσμος είναι αχανής. Μπορεί πράγματι, στην έκταση στην οποία με την βοήθεια της επιστήμης ξέρουμε ότι υπάρχει ο κόσμος, ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός να έχει αρμονία και πολυπλοκότητα. Ξέρουμε όμως ότι πέρα από τα όρια του γνωστού σε μας κόσμου, ο κόσμος παρουσιάζει την ίδια αρμονία και πολυπλοκότητα; Και ότι από ένα σημείο και μετά αυτός δεν είναι ακατάστατος, άναρχος, χαώδης; Σε αυτή την περίπτωση, εάν όντως υπάρχει απόδειξη για την ύπαρξη της αρμονίας και της πολυπλοκότητας στον κόσμο, είμαστε υποχρεωμένοι να καταλήξουμε ότι ύπαρξη του Θεού δεν υφίσταται. Όπως επίσης αίρεται και μια άλλη απόδειξη, όπου οι εισηγητές της επικαλούνται πάλι την ύπαρξη του κόσμου για να δικαιολογήσουν τον ισχυρισμό ότι ο Θεός υπάρχει.
Ο εσώτερος εαυτός:
Όσον αφορά τον εαυτό, ο Χιουμ αναφέρει ότι ακόμη και αν ψάξουμε βαθιά μέσα μας, δεν θα καταφέρουμε να βρούμε πουθενά αυτό που πραγματικά επιθυμούμε. Αφού τα μόνα πράγματα πουν υπάρχουν εντός μας είναι εντυπώσεις, ιδέες, εικόνες, παραστάσεις ή εμπειρίες Που αποκτήσαμε μέσω των αισθήσεών και τις αποθηκεύσαμε στο συνειδητό μας κομμάτι. Ότι δηλαδή αποκαλούμε «εαυτό», δεν είναι παρά μια δέσμη εντυπώσεων και ιδεών. Τίποτα παραπάνω από συνειδητές εντυπώσεις που «χαράσσονται» στο ασυνείδητο τμήμα της ψυχής.
Όταν η «ανάμνηση» αυτή χαθεί, εξανεμίζεται μαζί της και ένα μέρος του εαυτού μας. Όπως συμβαίνει και κατά την διάρκεια του ύπνου. Είναι γνωστό πως όταν κοιμόμαστε δεν έχουμε καμιά συναίσθηση του εαυτού μας. Δεν γνωρίζουμε ότι υπάρχουμε επειδή ακριβώς την ώρα του ύπνου δεν έχομε συνείδηση. Των εικόνων, των παραστάσεων και των εμπειριών μέσα μας. Εν ολίγοις χάνεται η δέσμη των εντυπώσεών και των ιδεών. Η απάλειψη της δέσμης των εντυπώσεων και των ιδεών, συνεπάγεται μοιραία με την εξαφάνιση του εαυτού, πράγμα που απλά σημαίνει ότι ο εαυτός μας δεν είναι τίποτε άλλο παρά το σύνολο των εντυπώσεων και ιδεών που αποτυπώνονται εντός μας.
Η ουσία της ύπαρξης μας βρίσκεται στην επαγωγή της ανυπαρξίας. Προκειμένου να αναθεωρήσουμε τον «σκοπό» της ζωής, θα πρέπει να αποδεχθούμε την ανυπαρξία μας πέραν των ορίων υλικού κόσμου. Έτσι ώστε, να επαναπροσδιορίσουμε την θέση και τον εαυτό μας μέσα σε αυτόν.
0 Σχόλια