Sponsor Advertise

Εισαγωγή σε μια ποιητική





Ο Τρωικός κι ο Θηβαϊκός κύκλος, η παράδοση για τον Ηρακλή και για τον Θησέα, οι μύθοι περί του οίκου των Τανταλίδων, των Πελοπίδων, των Ατρείδων και των Αγαμεμνονίδων αποτέλεσαν την πυτιά που χρησιμοποίησαν οι τρεις αρχαίοι τραγικοί για να κάνουν πράγμα στερεό την έμπνευσή τους· αναφέρομαι βέβαια σ’ ό,τι υψηλότερο κι ομορφότερο, από πλευράς λόγου, έχει φανερώσει η ανθρώπινη διάνοια, δηλαδή στην αρχαία τραγωδία.

Όλη αυτή η μυθολογία είναι κατάστικτη απ’ τα συνήθεια, τις δοξασίες και τα πιστεύω των αρχαίων Ελλήνων -φτάνει κανείς να διαβάσει τα Ομηρικά έπη για να ενημερωθεί για την καθημερινότητα του Μυκηναϊκού κόσμου. Οι τραγικοί την επεξεργάστηκαν καλλιτεχνικά και την αφομοίωσαν στο έργο τους μ’ έναν τρόπο γεωμετρικό. Η αρχαία τραγωδία αποτελεί τέλειο παράδειγμα προσαρμογής της μυθολογίας σε ποιητικό έργο ορισμένου καιρού και τόπου.

Ένας τέτοιος τρόπος δουλειάς των αρχαίων τραγικών διέταξε έναν νέο ποιητικό κανόνα, κατά την άποψή μου, έτσι όπως εκδηλώνεται στην αρχαία τραγωδία. Δεν μιλώ για τη δραματοποίηση του μύθου, τη μεταφορά του πάνω στη σκηνή -που αποτελεί οπωσδήποτε κάτι πρωτόγνωρο για εκείνη την εποχή- κι ό,τι συνεπάγεται μια τέτοια μεταφορά (δρώντα πρόσωπα, χορικά, στάσιμα, σκηνικά, μέλος κ.λπ.). Μιλώ για το νέο ύφος κι ήθος που κομίζει ο συγκεκριμένος ποιητικός λόγος, για τον ποιητικό λόγο καθ’ αυτόν.

Το μπόλιασμα του μύθου στην τραγωδία -όπως εγώ το νιώθω και τ’ αντιλαμβάνομαι- αναπαρθένευσε τον ποιητικό λόγο δημιουργώντας καινούργιο ποιητικό κανόνα. Νομίζω ότι ούτε το έπος ούτε η αρχαϊκή λυρική ποίηση που προηγήθηκαν της τραγωδίας δεν προτείνουν το νέο αυτό ύφος της τραγωδίας, πάντα στην περιοχή του λόγου.
Κατ’ αναλογία, η νεοελληνική μυθολογία μπορεί να αποτελέσει πρωτογενές υλικό για το ζύμωμα του ποιητικού λόγου όπως αποτέλεσαν οι αρχαίοι μύθοι πυτιά για τα έργα των τραγικών. Η νεοελληνική μυθολογία, μ’ απαρχές στην αρχαιοελληνική μυθολογία αλλά σε σχέση μ’ αυτήν ανακαινισμένη, δηλαδή εμπλουτισμένη και εξελιγμένη, πουθενά αλλού δεν τυγχάνει καλλιτεχνικής επεξεργασίας υψηλών ποιοτήτων παρά μόνο στη δημοτική ποίηση κι ειδικότερα στο είδος εκείνο που ονομάζεται παραλογές κι ανήκει, σύμφωνα με τη διάκριση του Στίλπωνα Κυριακίδη, στα διηγηματικά άσματα. Οι υποθέσεις αυτών των ασμάτων στηρίζονται επί λαϊκών παραδόσεων που με τη σειρά τους υπενθυμίζουν αρχαίους μύθους, ομηρικούς ή τραγικούς – ο Νικόλαος Πολίτης σύναξε τον μυθολογικό πλούτο και μας έδειξε κάποια απ’ τα δημοτικά άσματα στα οποία υπήρξε εκμετάλλευση τέτοιων μύθων.

Με βάση τα παραπάνω ανοίγεται μια νέα κι ιδιαίτερη προοπτική στον τρόπο γραφής σύμφωνα με την οποίο η ποιητική σύνθεση μπορεί να θυμίζει τις παραλογές και κατ’ επέκταση τα διηγηματικά άσματα εάν κι εφόσον: (α) Έχει μορφή διηγηματική, δηλαδή φέρνει στον νου μικρή ιστορία μ’ αρχή, μέση και τέλος που υπό άλλες συνθήκες και προϋποθέσεις θα μπορούσε να γίνει κινηματογραφικό σενάριο· (β) η υπόθεσή της προκύπτει απ’ τους νεοελληνικούς μύθους, τα συνήθεια, τις παραδόσεις και την όλη νεοελληνική μυθολογία, εν γένει· (γ) η έντονη εικονοποιία είναι αυτό που χαραχτηρίζει την ποιητική σύνθεση, δηλαδή εδώ ο ποιητής δουλεύει το θέμα του με εικόνες, ως επί το πλείστον, παρά με έννοιες.

Ο εκάστοτε μύθος δίνει τις γενικές κατευθύνσεις που πρέπει ν’ ακολουθήσει ο δημιουργός για να κάνει στερεή την ιδέα του. Εξυπακούεται ότι η επιλογή του μύθου γίνεται στη βάση του θέματος της ποιητικής σύνθεσης. Κι ενώ τ’ απάνθισμα των στοιχείων εκείνων της μυθολογίας, που πρέπει να προσιδιάζουν με την υπόθεση της ποιητικής σύνθεσης, είναι μια επίπονη διαδικασία καθώς απαιτεί εκ των προτέρων έρευνα και μελέτη λαογραφικών κειμένων, η δημιουργική αφομοίωση του μύθου στον λόγο του ποιητή – άρα και στο εκάστοτε θέμα του- και κυρίως στο σήμερα αποτελεί πράξη που διαφοροποιεί τον ευφυή ποιητή απ’ τον ατάλαντο. Επομένως, η ποιητική σύνθεση προκύπτει απ’ την καλλιτεχνική εκμετάλλευση του προσήκοντα με την εκάστοτε ιδέα του ποιητή νεοελληνικού μύθου με σκοπό όχι να τον αναπαραγάγει μέσα στο κείμενο, αλλά να τον ξαναχύσει σε καινούργιο καλούπι προκειμένου να μιλήσει με νέο ύφος προσωπικό. Στο σημείο αυτό ελλοχεύει ο κίνδυνος της μίμησης της μορφής του δημοτικού άσματος – του λεξιλογίου, της μετρικής του (π.χ. ρίμα, ρυθμός, αρχή της ισομετρίας)- δηλαδή μιας μορφολατρείας δουλικής και ξερής που πρέπει ν’ αποφεύγεται σε κάθε περίπτωση. Η παρακαταθήκη του Σολωμού στον “Διάλογο” ότι δεν μας χρειάζεται το μῆνιν ἄειδε αλλά τα συνήθεια της Ιλιάδας ειδοποιεί τον ποιητή για τον παραπάνω κίνδυνο κι αποτελεί ανάχωμα σ’ αυτόν. Για τον Σολωμό, που είχε μελετήσει τη συλλογή Fauriel, τέτοιες μιμήσεις αποτελούν παρωδήματα.

Εν κατακλείδι, ο νεοελληνικός μύθος περιέχει τόσα και τέτοια στοιχεία (κυρίως σύμβολα και αλληγορίες) που μπορούν να εμπνεύσουν τον ποιητή ενώ οι παραλογές και τα διηγηματικά άσματα να του δείξουν έναν από τους πιθανούς τρόπους καλλιτεχνικής εκμετάλλευσης του όποιου μύθου προκειμένου να αναζητήσει με τη σειρά του τον δικό του προσωπικό τρόπο επεξεργασίας της μυθολογίας μέσα στην ποιητική του σύνθεση.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια