«Όπου να ’ναι θα γεννηθείς σε μια σκοτεινή γωνιά του μυαλού μου. Πατέρας σου θα είναι ο φόβος και μάνα σου η ενοχή. Με το που θα ’ρθεις, η ζωή μου θα γίνει αβίωτη κι ένα μονάχα συναίσθημα θα κυριαρχήσει μέσα μου: η απελπισία. Ήδη ακούω τη φωνή σου –φωνή διαβόλου από την καιόμενη κόλαση– μυρίζω τη φοβερή σου ανάσα –μπόχα από τα εκατομμύρια ανθρώπων που ’χεις καταπιεί ανά τους αιώνες– βλέπω το περίγραμμά σου – σκιά θηρίου που ετοιμάζεται να συντρίψει όποιον βρει στο πέρασμά του. Δεν με ξεγελάς. Όπου να ’ναι έρχεσαι, και τότε… αλίμονό μου».
Η Ελευθερία Φωτεινάκου τα είχε όλα: σπίτι, οικογένεια και… υπερπροστασία. Είχε και αγάπη, με την προϋπόθεση να κάνει πάντα αυτό που θέλουν οι γονείς της. Η αυταρχική μητέρα και ο αδιάφορος, αγχώδης πατέρας την οδηγούν στην ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Ασφυκτιώντας μέσα στο νοσηρό περιβάλλον της οικογένειάς της, αποφασίζει να ξεφύγει. Προσπαθεί να ενηλικιωθεί, να χαράξει καινούριους δρόμους και να σπάσει τα συναισθηματικά δεσμά της.
Η Ελευθερία Φωτεινάκου κυνηγάει με πάθος την ελευθερία. Θα καταφέρει να την πιάσει;
0 Σχόλια