Με την έκδοση της πρώτης της ποιητικής συλλογής Πεζές σκέψεις δίχως (π)οίηση, η Κωνσταντίνα Ζαγάρη μπαίνει από την ύπαιθρο στη σύγχρονη μεγαλούπολη, ενώ συγχρόνως αποκτά οξύτερη συνείδηση του εαυτού της. Ως προς αυτό, προσομοιάζει στην Μπωντλαιρική ποίηση, καθώς τολμά, να φωτίσει την πραγματικότητα με το φως της ενόρασης, να αποκαλύψει μέσω της τέχνης έναν κόσμο ιδανικό και μαγικό. Ωστόσο, δεν αψηφά να μεμφθεί τις συγκεχυμένες εικόνες από τις οποίες ο κοινός άνθρωπος εξουσιάζεται αγνοώντας το τετελεσμένο του χρόνου, την παροδικότητα της ζωής. Συγχρόνως η ποιήτρια βιώνοντας τη μετριότητα της κοινωνίας, αισθάνεται μέσα σ’ αυτήν εξόριστη, γιατί βλέπει πως δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει τα οράματα της. Μόνη λύτρωση από την πραγματικότητα είναι το όνειρο και η ελπίδα. Γράφει:
«Η θάλασσα που με γέννησε
μ΄ άδειασε πίσω στο σκληρό χώμα
και με συντηρεί η ελπίδα ότι θα επιστρέψω
πίσω σ αυτήν όταν πεθάνω. Μην ξεχαστώ.»
Η ποιήτρια με μια τέχνη που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί νεότερη εστιάζει σε όλα της τα ποιήματα στην κατάσταση της ψυχής και στον τρόπο που οι εσωτερικές της αντιδράσεις στις ποικίλες διακυμάνσεις υφαίνουν την περιπέτεια της ζωής.
Γράφει:
«To μόνο σπίτι που θα αποκτήσω ποτέ
είναι μια μικρή κουκκίδα στη σκέψη σου
Κι αν μείνω άστεγη,
-αν, λέω-
αν στερηθώ αυτή την πολυτέλεια,
θα περιφέρω την έλλειψη σου
σε πλαστά όνειρα που θα σε περιέχουν
σε μια εκ των προτέρων χαμένη
μάχη με το μυαλό μου.»
Τα όνειρα κατακλύζουν την ποίηση της, αποτελούν κεντρικό πυλώνα, αλαφραίνουν τις σκιές και τροφοδοτούν την ψυχή:
«Θα μαζέψω τα κομμάτια του φεγγαρόφωτου και θα φτιάξω ένα όμορφο όνειρο απόψε.»(Φως Φεγγαριού)
Τα ποιήματα της Κωνσταντίνας Ζαγάρη φτάνουν στα βάθη της ψυχής, εξερευνούν τη μοναξιά, τον πόνο, την απελπισία, το χαμένο έρωτα. Τον αποχωρισμό τον σκιαγραφεί σε βάθος, χαρτογραφώντας ποιητικά την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Γράφει:
«Αγνάντευα στο πλάτος και στο βάθος του ορίζοντα
Αποχαιρετισμούς στην κόψη του ξυραφιού.
Αχαρτογράφητοι πόνοι
Βρήκαν ένα στίγμα
-σημείο αναφοράς-
Σε τυχαίο μήκος και πλάτος
Στον ισημερινό κορμιού διαμελισμένου
ανάμεσα σε παρελθόν θλιβερό
και μέλλον απροσδιόριστο.»
Μιλάει με εικόνες, ζωγραφίζει με λέξεις, αρώματα, φως και σκοτάδι. Μέσα από τη θλίψη προβάλλει με χάρη η ομορφιά. Η θάλασσα, το φεγγάρι, τα τρυφερά χέρια, η ζωντανή αγάπη και το όνειρο, σηματοδοτούν την χαρά και την ελπίδα.
Η ευτυχία ολοκληρώνεται μέσω της λύτρωσης από τη φθορά και τον πνευματικό και ψυχικό θάνατο.
«Η αλήθεια είναι πως ονειρεύομαι πολύ
αφήνω λεύτερη τη φαντασία μου
σαν το παιδί το παραχαϊδεμένο
να κάνει ότι επιθυμεί.
Μοχθώ καθημερινά να φτιάχνω όνειρα.
τα ντύνω με ελπίδες
κορδέλες ολομέταξες
μικρά χάσματα κλείνουν ‘που η λογική ή η πολυκαιρία άνοιξαν.
Ύστερα τα μοιράζομαι με αυτούς που επιθυμούν να κατοικούν στα σύννεφα.
Μεγάλη η ευθύνη, πως να καλύψω τόση ζήτηση;»
Συχνά στα ποιήματα της τοποθετείται ο αναγνώστης στη θέση του θεατή, είναι βαθιά η επιθυμία της να επικοινωνήσει μαζί του οδηγώντας τον στην προσωπική του μέθεξη. Η ανάγκη για επικοινωνία δεν βρίσκεται στο χειροκρότημα αλλά στο μοίρασμα. Ο εξομολογητικός τόνος το αποδεικνύει, όπως προκύπτει και στο ποίημα που φέρει τον τίτλο της ομώνυμης συλλογής:
«Για σας τους σπάνιους θέλω να γράφω
σκέψεις πεζές χωρίς οίηση.» (Πεζές σκέψεις δίχως (π)οίηση)
Η Κωνσταντίνα Ζαγάρη χωρίς έπαρση και υπεροπτική διάθεση, με σεμνότητα και τρυφερότητα προσεγγίζει τη ζωή αφιερώνοντας τα γραπτά της σε όλους εκείνους «που αγκαλιάζουνε το ίδιο στοργικά τη λύπη και τη χαρά τους, που τρώνε παρέα με το θυμό και τον χορταίνουνε συγγνώμες.»
Πρωτίστως γράφει για να εξυμνήσει το φως της αγάπης, δευτερευόντως για να κοιμίσει το Δράκο που ονομάζει ΑΝΙΚΗΤΟ και τέλος για όλους εμάς «που ντυνόμαστε χαμόγελα, στύβουμε την πέτρα και λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη». Η ανάγκη να επικοινωνήσει με τους αναγνώστες, να μοιραστεί τις προσωπικές τις σκέψεις, χωρίς οίηση, ενδυόμενη μόνο το χαμόγελο είναι η μόνη της φιλοδοξία.
H ταπεινότητα, αυτή η μεγάλη αντίπαλος της ματαιοδοξίας που διαπερνά την ποίηση των μεγάλων νεοελλήνων ποιητών, την καθοδηγεί υποσυνείδητα. Με το δικό της προσωπικό, νεότερο ύφος, σκύβει με αγάπη και πίστη σε ιδανικά για έναν καλύτερο κόσμο με διαχρονικές αξίες, έχοντας επίγνωση βαθιά της φθαρτότητας και της ματαιότητας που συνοδεύει την θνητότητα.
Γράφει:
«Άδραξα ότι απόμεινε απ’ το ισχνό φως
το ‘βαλα στο τραπέζι
μαζί με τα λίγα ψίχουλα του βραδινού
και το μοιράστηκα με τα περιστέρια
της διπλανής στέγης.
Η φλυαρία τους κρατά το μέτρο
στην πένθιμη μουσική της σιωπής.» (CARPE DIEM)…
Μας παροτρύνει να αδράξουμε τη μέρα ευσπλαχνικά, να γευτούμε την ομορφιά της, παρά το σκοτάδι της σιωπής. Να μοιραστούμε τα ψίχουλα του βραδινού της αγάπης. Μέσα από μια γλυκιά μελαγχολία αναδύεται η ανάγκη του μοιράσματος, η χαρά και η αγαλλίαση που αναδύεται από την πρόγευση της προσφοράς στο συνάνθρωπο. Ο ουμανισμός του ποιήματος, μας παραπέμπει στον Γιάννη Ρίτσο, στο ποίημα του που αφιερώνει στον Κώστα Βάρναλη.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποίησης της είναι η ικανότητα της να αποστασιοποιείται υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη την χωροχρονική διάσταση που συντελούνται οι αφηγήσεις της. Οι χαρακτήρες της, σχοινοβατούν ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι οδηγώντας τον αναγνώστη στην προσωπική του κάθαρση. Στα ποιήματα της βλέπει κανείς μια αέναη κίνηση. Η στασιμότητα δεν της ταιριάζει. «Σαν νερό που κυλάει στ’ αυλάκι» ρέει η γραφή της, ενώ η ίδια δεν «παύει να στηρίζει έναν ασταθή ουρανό».
Στην γραφή της αναβλύζει η Αριστοτελική ρήση: «ζώντων και ου δι’ απαγγελίας» δηλαδή έχουμε συνεχώς την αίσθηση ότι τα δρώντα πρόσωπα παρουσιάζονται ενώπιον κοινού σε ζωντανό χρόνο. Μινιμαλιστικά και απέριττα δίνει προτεραιότητα στην θεατρικότητα του λόγου, που θα μπορούσε να σταθεί ακόμα και χωρίς να βλέπει κάνεις όσα αφηγείται με τις λέξεις της. Ωστόσο, έχουμε αφθονία εικόνων που διαμορφώνουν μπροστά μας ένα σκηνικό χώρο γεμάτο από πρόσωπα αλλά και προσωπεία. Αυτή η αντιδιαστολή στα ποιήματα της είναι έντονη καθώς επιθυμεί να αναδείξει πέραν της αφηγήσεως το α-ληθινό πρόσωπο, το ήθος του πρωταγωνιστή. Και λέω πρωταγωνιστή γιατί είναι τόσο ανάγλυφη η θεατρικότητα στα ποιήματα της που αισθάνεται κάνεις κάποιες φορές να παρακολουθεί ένα μονόπρακτο ποιητικά δομημένο. Σε πολλά σημεία ανατρέχουμε στον κορυφαίο δραματουργό σκηνοθέτη και ποιητή Μπ. Μπρέχτ. Γεγονός που φαίνεται και από την καθαρότητα των τίτλων που δίνει στα ποιήματα της αλλά και από την ουσία τους, η οποία αναδεικνύεται μέσα σε μερικές λέξεις
Η Κωνσταντίνα Ζαγάρη με τα ποιήματά της σε φέρνει αντιμέτωπο με έναν καθρέφτη, που βρίσκεται απέναντι σου και ανυπομονεί να τον κοιτάξεις, αλλά αυτό συμβαίνει μόνο όταν αποφασίζεις να δεις την πραγματική σου αλήθεια. Και όταν αυτό συμβαίνει, τελικά ζεις όπως γραφεί η ιδία η ποιήτρια τον επί Γης Παράδεισο σου:
«Μπορεί ο κόσμος όλος να μην
ερχότανε τα πάνω κάτω τελικά ,
Όμως μια γεύση από Παράδεισο
θα παίρναμε όλοι.»
Εάν πάλι αυτή η αλήθεια που θα δεις δεν σου αρέσει τότε δεν έχεις παρά να την αλλάξεις:
Γράφει:
«Ξερίζωσα τα αγριόχορτα απ’ τις
πικρές στιγμές που με βασάνιζαν.
Άνοιξε ο χώρος κι απλώθηκαν οι αναμνήσεις.
Για τα παρτέρια κράτησα εικόνες ανθρώπων που αγαπώ.
Με αυτόν τον τρόπο ασκούμαι διαρκώς
όμως ο κήπος του μυαλού μου γίνεται όμορφος
κι ανθίζει ανεξαρτήτως εποχής.»
0 Σχόλια