Hot Posts

6/recent/ticker-posts

Πίσω από τη Σιωπή της Εύας Γεωργίου

Πίσω από τη σιωπή


Η Εύα Γεωργίου, στην ποιητική της συλλογή “Πίσω από τη σιωπή”, χρησιμοποιεί τη γλώσσα μεταφορικά για να περιγράψει καταστάσεις της καθημερινότητας και των ανθρωπίνων σχέσεων που την ταλανίζουν. Με λέξεις ασύμβατες φαινομενικά χρησιμοποιώντας ειρωνεία και αυτοσαρκασμό απαθανατίζει την ματαιότητα και τη φθαρτότητα του ειδοποιού χρόνου. Ο χρόνος σε πολλά της ποιήματα κάνει αενάως επαναληπτικές κινήσεις για να καταλήξει πάλι στην απαρχή του. Όμως μέσα από την φθορά και την αβεβαιότητα της ύπαρξης αναζητά διακαώς την ελπίδα, την έκπληξη, την αλλαγή! Μέσα από τον υπόγειο ειρωνικό της τόνο εκφράζει την αγάπη της για τη ζωή και αυτή ακριβώς είναι η εξέγερση της . Γράφει : «Η χθεσινή μέρα δεν είχε τίποτα να πει , ούτε να μου προτείνει. Μου φόρεσε απλά τη σιωπή για νυχτικό.» «Συνάντησες πολλά σκοτάδια γι’ αυτό/ η νύχτα απόχρωση σου φαίνεται.»

Η γλώσσα της λειτουργεί συγκινησιακά γιατί είναι γλώσσα δραματική. Αναπαριστά «την ανθρώπινη δράση και την ανθρώπινη συμπεριφορά» καθώς είναι έμπλεη ανθρώπων και δραματικών καταστάσεων παράγοντας που προκαλεί συγκίνηση στον αναγνώστη. Μέσω της σκηνοθεσίας που δημιουργεί κατορθώνει με την εμφάνιση εξωτερικών γεγονότων να ερεθίσει τις αισθήσεις του αναγνώστη τόσο οπτικά όσο και ακουστικά προκαλώντας τον ερεθισμό της συγκίνησης του: « Ένας κατάμαυρος /ουρανός σε ξύπνησε./ Δεν ταίριαζαν τα σύννεφα εκεί που όλα τα χρώματα μοσχοβολούσαν Άνοιξη.»

Η αγάπη ελλιπής δεν πρόλαβε να μοσχοβολήσει την Άνοιξη, ακόμα και το γιασεμί πνίγηκε στη νεροποντή. Η αβεβαιότητα για το αύριο κατακλύζει το ποίημα στην ερώτηση : «Πως θα περάσει απέναντι η προσμονή;» αφήνοντας να υπονοηθεί το δυσβάσταχτο του αποχαιρετισμού και το αποτύπωμα της θλίψης που εντυπώνει στα πρόσωπα η απώλεια. Η φιλοσοφική διάθεση διαποτίζει την ποίηση της. Ακόμα και το αίσθημά της, γεννήθηκε ως μια εκδήλωση της σκέψης της. Υπάρχει μια ομάδα ποιημάτων της που λειτουργεί με δραματικό τρόπο. Η ποίηση της μπορεί φαινομενικά να δείχνει λυρική στο σχήμα, στο βάθος της όμως είναι βαθιά δραματική». Ποιήματα που το μαρτυρούν αυτό είναι τα παρακάτω: MONO ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ, ΑΠΟΥΣΙΑ, ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΕΙΣ, Ο ΧΟΡΟΣ. Παντού οι αισθήσεις μαρτυρούν την ζωή, έχει κανείς την αίσθηση ότι μπροστά στα μάτια του διαδραματίζεται μια κινηματογραφική ταινία. Γράφει:

«Η ζωή είναι ένα τρένο. /Κάποιοι πρόλαβαν γρήγορα και επιβιβάστηκαν/κάποιοι άλλοι δεν ξέρουν πώς μοιάζει./Πέρασε τόσο γρήγορα από μπροστά τους/που νόμισαν πώς ήταν απλά μια καταιγίδα.»

Οι λέξεις λυτρώνουν όταν απεγκλωβιστούν απ’ τη σιωπή, γίνονται αγάπη που συγχωρεί, που εξιλεώνει και οδηγεί στην κάθαρση. «Μπορείς να το πεις λύτρωση σαν την αγάπη που σ ’αγκαλιάζει». Οι λέξεις αποκτούν βαρύτητα και μεστότητα. Με διάθεση εντρύφησης στην ενδοχώρα της ψυχής η ποιήτρια εμβαθύνει στην ανοχή, στην απογοήτευση και εν τέλει στην αποδοχή της αποδόμησης των ανθρωπίνων σχέσεων. Οι λέξεις , προπομποί της ψυχής μας, λεύτερες όταν βγαίνουν από μέσα μας απελευθερώνονται. Ξεκάθαρα φαίνεται ότι η προσωποποίηση της ποιητικής λειτουργίας για την Εύα Γεωργίου είναι η λέξη. Η ίδια η ποίηση.

«Σε ένα σκοτεινό Λαβύρινθο περιστρεφόταν.

Την είδα πολλές φορές, την έξοδο

απεγνωσμένα να ψάχνει.»

Η στεγανότητα αυτού του κόσμου και η επαναλαμβανόμενη ροή υποδηλώνεται στο ποίημα ΙΔΙΟ ΠΑΡΟΝ , όπου τι άλλο είναι η ζωή εκτός από μια διαρκή επανάληψη, που παρασέρνει και μεταβάλλει τα πάντα κι εμείς νομίζουμε πως είμαστε κυρίαρχοι. Το ίδιο παρόν, οι ίδιοι επισκέπτες , χωρίς εποχή, δεσμώτες μιας κοινωνίας εφήμερης, καθηλώνονται σε ένα χωρόχρονικό μοτίβο, όπου ο άνθρωπος κάνει τις ίδιες πράξεις χωρίς να προσδοκά την αλλαγή. Μέσα του όμως «θαυμάζει τη δύση του ήλιου και προσμένει να βγει και απόψε ένα φεγγάρι.»

Στο ποίημα ΙΔΙΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ο σαρκασμός γίνεται ένα όπλο αντίστασης. Εδώ η κριτική ειρωνεία γίνεται μέσο έκφρασης, μιας κριτικής αντιμετώπισης πράγματων. Στον στίχο: «Ρολόι δεν έχουν ούτε ημερολόγιο…Eγώ να τους κεράσω πάλι τον ίδιο καφέ;», ο κυνισμός και ο αυτοσαρκασμός μας παραπέμπει στην Κική Δημουλά: «Λίγο σε αθωώνει αυτή η σκέψη», «όπως αθωώνει προς στιγμήν το φεγγάρι την τόση σκοτεινότητα / μόλις φανεί σχεδόν την εξυμνεί.»

Πάντα ένα ερωτηματικό αιωρείται στις σχέσεις, ένα γιατί περιθωριοποιημένο και λυπημένο περιμένει εκεί στη γωνία να απαντηθεί. «Οι απαντήσεις είναι μεγάλοι δραπέτες» γράφει .Η αποξένωση , η έλλειψη επικοινωνίας οφείλεται στην προδοτική τους χροιά. Για να καταλήξει στη μοναξιά που κατακλύζει την προδοσία: «Και τα δικά σου γιατί θα μείνουν πάντα μόνα.» παραπέμποντας μας στο ποίημα :Tα παράθυρα, του Κ. Καβάφη (Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ να τα βρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω. Ίσως το φως θα ναι μια νέα τυραννία. Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.)

Ο έρωτας τις περισσότερες φορές γίνεται έναυσμα για πόνο, για να τεκμηριωθεί ο θρήνος. Όμως ο θρήνος αυτός ποτέ δεν γίνεται λυγμός αλλά σιωπή, μια σιωπή που σκεπάζει τα πάντα στο πέρασμα της. Ο έρωτας εμφανίζεται κυρίως ως έλλειψη και όχι ως παρουσία, ως αίτημα και όχι ως πραγμάτωση, ως φορέας ψυχικού πόνου, όχι ως ευδαιμονία. Η απουσία πετάει σε αέναη πορεία ουράνιου τόξου, ξεχειμωνιάζετε σε γλυκά νερά. Η φύση πρωτοστατεί στον έρωτα. Αυτή τη σολωμική επιρροή διακρίνουμε στους στίχους:

«Φως φεγγαριού διάχυτο το θολό τζάμι μαγνητίζει…Μεγάλωσε η σιωπή. Καθρεπτίζεται ο πόνος», παραπέμποντας μας στην πιο αιχμηρή μορφή απουσίας (όπως την αισθάνθηκε ο Καρυωτάκης) την διαρκή και βιωμένη,

«Σαν να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτή τη γη, / σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία, / σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή, / άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.»

Με λίγα λόγια δεν μιλάμε για την υποθετική απουσία, στην ποίηση όλα είναι συγκεκριμένα, αλλά για τον έρωτα που χάθηκε, για την κοινωνία που αλλοιώθηκε, για την πόλη που στέρεψε από την ελπίδα και το όνειρο. Κάθε ποίημα εκτός από μια κατάδυση στο άδυτο της ψυχής είναι κυρίως μια αιωνία πάλη με το άγνωστο και ανεκπλήρωτο. Κι η ποιήτρια πάντα καλείται να δει μέσα σε αυτό το χάος και να καλύψει με την γραφίδα της αυτό το κενό αφθαρτοποιώντας την πραγματικότητα, δίνοντας της προοπτική, οδηγώντας την στο μέλλον. Και η Εύα Γεωργίου μέσα από τη βιωματική της ποίηση πίσω από τη σιωπή και την απουσία αφήνει μια διέξοδο, ένα ανοιχτό παράθυρο που προσδοκά το αύριο, επιδιώκει τη λήθη και αγωνιά για την ελπίδα.

«Εκεί που όλα περιμένουν/ίσως κάποιο όνειρο/να δώσει ξανά φτερά.»

Στα εθνικά της ποιήματα η νοσταλγική διάθεση και η επιθυμία της επιστροφής της χαμένης πατρίδας αφουγκράζεται στους παρακάτω στίχους δίνοντας μας με υπερρεαλισμό και ευαισθησία τον πόνο για την Κύπρο, την πατρίδα της:

«Κι ύστερα, αυτά της ντροπής

τα συρματοπλέγματα

που σκούριασαν ,

πίνοντας της θυσίας το αίμα.»

Ο Μαύρος Ιούλης, μια κραυγή αγωνίας και πόνου μαρτυρά το τράνταγμα του χρόνου που θέρισε ότι ομορφότερο υπήρχε ως ανάμνηση. Ο Ιούλης, προδοτικός και αναίσχυντος αμαύρωσε τα όνειρα του μέλλοντος.

Η πίστη είναι θεμέλιος λίθος στη γραφή της .Είναι εφαλτήριο ζωής , είναι ελπίδα , είναι προσμονή. Είναι θαύμα! Κι εδώ η προσωποποίηση είναι χαρακτηριστική της γραφής της.

«Είναι γιατί δεν πίστεψες

πως τα θαύματα θυμώνουν

όταν πια δεν τα πιστεύεις.»

Η αγάπη σε αντιδιαστολή με τον έρωτα, δεν είναι τυφλή. Βρίσκει τον δρόμο, έστω και σε ανυπολόγιστο χρόνο, μένει ασυμβίβαστη. Τα λάφυρα της αγάπης θυμίζουν ιστορίες αίματος με ότι απέμεινε ως απομεινάρι γραφής. Στην «Aνεξίτηλη Aγάπη» παρομοιάζει τον έρωτα με άγνωστους χάρτες. Όμως όλες οι άγνωστες σελίδες φαίνονται αδιάφορες αφού η αληθινή αγάπη υπερβαίνει όλα τα ταξίδια, παραμένει ανεξίτηλη, σε στίχους γραμμένους από μελάνι. Σπάει τα κιγκλιδώματα, αφού δεν αντέχει τη φυλακή και έρχεται απρόσκλητη να μας θυμίσει την ύπαρξη της ακόμα κι αν νομίζουμε ότι την έχουμε θάψει σε ένα ντουλάπι. Η ταπεινότητα και η αγάπη, ως αδελφές ψυχές αληλοπεριχωρούνται, κατεδαφίζουν κάθε έπαρση κάθε αλαζονεία και εγωισμό. Οι λέξεις αποκτούν την βαρύτητα που τους αρμόζει στη γραφή της. Γίνονται ακόμα πιο ρεαλιστικές.

«Καλώς ήρθες αγάπη».

«Έλα να χορέψουμε» , μου λέει,

«τόσα χρόνια φυλακισμένη με είχες».

Οι εικόνες διαφεντεύουν τις σκέψεις, προοικονομούν το τέλος της απώλειας. Με μια πλούσια συμβολική εικονοποιεία μας παρουσιάζει υπερρεαλιστικά σαν φινάλε ενός θεατρικού έργου τον πόνο που ζωγραφίζει το τέλος μιας όμορφης σχέσης.

«Τρικλίζουν οι λέξεις στο πάτωμα της αμήχανης πασαρέλας.»

Η μοναξιά απεικονίζεται υπέροχα μέσα από το ποίημα Αριθμοί παραπέμποντας μας στο ποίημα της Κικής Δημουλά «Πληθυντικός Αριθμός». Κι εσύ αναμεσά σε ένα τρελό πανήγυρι αριθμών καθημερινά τόσο ξένος!»

Ο χρόνος, πανταχού παρών στην ποίηση της, αποδοκιμάζεται ως φθοροποιός. Η ποιήτρια μας προτρέπει να αφουγκραστούμε την αγάπη και να διαγράψουμε τα χαμένα φθινόπωρα. Η αγάπη γίνεται «λυρικός στίχος, τραγούδι, ποίημα που χωράει μόνο εκείνον» Δεν έχει σύνορα «Κι εγώ εδώ να σε αφουγκράζομαι ως τα πέρατα της γης». Όταν ο έρωτας είναι απών η ζωή φανερώνεται ίδια, χωρίς προοπτική χωρίς σκοπό:

«Ποια εποχή επιτέλους φοράς; Με κούρασε πολύ, τόσο πολύ το ένδυμα σου.» Για την Εύα Γεωργίου η αγάπη είναι συνυφασμένη με τη ζωή, χωρίς αγάπη η ζωή είναι σκλαβιά. «Κρίμα , γράφει, που δεν προλάβαμε να αγαπήσουμε και πριν προλάβουμε να ζήσουμε πεθάναμε».

Ο σαρκασμός ταλαντεύεται από στίχο σε στίχο ισορροπόντας μεταξύ συνειδητού και ασυνειδήτου.

«Έκλαψε πάλι ο στίχος

είναι οι καινούργιες λέξεις

που του φόρεσες.

ξέρει πολύ καλά πώς η μόδα κάνει ταξίδια

μα κάποτε επιστρέφει.»

Η βεβαιότητα της αγάπης συστεγάζεται στο πιο πονεμένο της ποίημα με τίτλο Θα ‘ρθω: «Εκεί θα ‘ρθω στον τελευταίο χειμώνα μιας αθετημένης υπόσχεσης». Η νοσταλγία και η προσμονή μπολιάζουν το ποίημα με ελπίδα και τρυφερότητα. Το ποίημα μας παραπέμπει στην ποίηση του Αναγνωστάκη μέσα από τους στίχους:

«Κάτω από καθετί που σκεπάζει τη ζωή

Όταν όλα περάσουν σε περιμένω.»

Ο ερωτισμός μπολιάζει τα ρεαλιστικά της ποιήματα μεταλαμπαδεύοντας σε αυτά ένα ηχόχρωμά διάχυτου αισθησιασμού. «Να, μια σταγόνα βροχής, αυτής της τελευταίας Άνοιξης που έμελλε να γίνει τελετουργικό του χορού!»

Πολλές φορές επιλέγει να οδηγήσει στην απάντηση τον ίδιο τον αναγνώστη θέτοντας τον ως θεατή στο έργο που πρωταγωνιστεί, επιδιώκοντας την δική του απάντηση, το δικό του γνέψιμο στην αποκωδικοποίηση που κάνει η ίδια για τη ζωή. Γράφει: «Στα νερά του Ιορδάνη, εκεί δεν είναι που σβήνει η ζωή τα ίχνη της;»

Η Εύα Γεωργίου γράφει ποίηση σαν νέο κορίτσι έκπληκτο μπροστά στην θαλασσοταραχή. Όμως μετά από λίγο συνειδητοποιεί την δυναμική της φύσεως, ενδύεται τον κίνδυνο, συμφιλιώνεται με την συντριβή και γράφει μετρώντας τα χαλάσματα που άφησε πίσω της , την θυσία που κόστισε. Ωστόσο, μέσα από αυτή την τρικυμία φοράει τα σημάδια ως παράσημα και ενατενίζει το μέλλον με καθαρό βλέμμα στραμμένο στον ουρανό, προσδοκώντας τη σκέπη του, ευχόμενη να κοπάσει η μπόρα και να αντικρύσει τον ήλιο. Όπως ακριβώς σηματοδοτεί και το εξώφυλλο του βιβλίου της. Έχω την αίσθηση πως όταν μιλά για την εξέγερση ή ακόμα κι όταν αποδέχεται την ήττα, όταν μιλά για την αγαπημένη μητέρα (Μαμά, ήσουνα η πρώτη λέξη. Τώρα όλες μου οι λέξεις φοράνε το άρωμα σου) ή για έναν αγαπημένο άντρα που έφυγε (Αν αργήσεις μην χτυπήσεις. Άφησα τη γρίλια ανοιχτή τόσο όσο χρειάζεται να σε χωρέσει), τραγουδάει την ίδια την ζωή κινούμενη ανάμεσα σε θάλασσες και στεριές με τρυφερότητα και θλίψη, βιώνοντας τη μοναξιά και τη σιωπή. Ωστόσο οι αρχάγγελοι της πίστης της, η εναπόθεση του εαυτού της στον ίδιο το Θεό της δίνει δύναμη και πνοή. Σαν προσευχή λιτανεύει για επιμονή και υπομονή ακολουθώντας το δικό Του μονοπάτι, στα βήματα της χάριτος , της αγάπης και της συγχώρεσης.

Η ποίηση της Εύα Γεωργίου είναι λυγμός της ψυχής και κάθαρση μαζί, «Ωκεανός ονείρων αδάμαστος σε βρεγμένο χαρτί.»

Χρύσα Νικολάκη

Κριτικός Λογοτεχνίας (Μ.Α)

Συγγραφέας/Θεολόγος

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια