Τι µας ελκύει σ’ έναν άνθρωπο που µόλις γνωρίσαµε; Γιατί αυτό που ήδη έχουµε δε µας είναι αρκετό; Τι συµβαίνει σ’ έναν έρωτα που µένει κρυµµένος στη σκιά;
Κάποιες ιστορίες χρειάζονται χρόνια για να τελειώσουν, άλλες φλέγονται σε µια σύντοµη χρονική τροχιά και σ’ έναν χώρο που όσο πιο περιορισµένος είναι, τόσο περισσότερη ένταση τους προσθέτει.
Εξαπατώντας τους συντρόφους τους, ενδεχοµένως και τον εαυτό τους, οι δύο πρωταγωνιστές της "Ιστορίας µιας Μοιχείας" ξεκλέβουν ένα Σαββατοκύριακο για να ζήσουν το πάθος που γεννήθηκε πρόσφατα. Στο τέλος του καλοκαιριού, ένα ιπτάµενο δελφίνι θα τους οδηγήσει σ’ ένα νησί, όπου ο χρόνος έχει σταµατήσει κι ο τόπος είναι σαν να περιµένει τους δύο εραστές για να ζωντανέψει.
Την ιστορία του Έρρι και της Κλεµεντίνα, που έχουν δραπετεύσει από τα πάντα και συνάµα βρίσκονται αιχµάλωτοι στο νησί, ο Αλµπινάτι την αφηγείται ελλειπτικά, σαν στιγµιότυπα, φωτογραφίες τραβηγµένες σε σκόρπιες στιγµές της περιπέτειάς τους, που µπορούµε να τις κοιτάξουµε κρυφά. Μια ιστορία αισθησιακή, απλή, ειπωµένη µε ωµή ειλικρίνεια, παρότι χτίζεται πάνω σε ψέµατα. Οι ακριβείς και συγκινητικές σελίδες της απευθύνονται σε όλους µας.
«Δυο άνθρωποι µένουν ξένοι ο ένας για τον άλλον ενώ κάνουν έρωτα. Ο έρωτας ως οικειότητα ακούγεται σαν παρανόηση. Με το άγγιγµα, την ερωτική πράξη, το µοίρασµα του αέρα στο φιλί, οι εραστές µετρούν την έκταση της απόστασης που τους χωρίζει, την αντίσταση των σωµάτων στην ένωση, το αδύνατο του να γίνουν ένα, όπως επιτάσσουν οι ποιητές. Στην πραγµατικότητα, αντιµάχονται ο ένας τον άλλο, σαν εχθροί ή σαν φίλοι, δεν έχει διαφορά... Κι ύστερα σηκώνονται από το κρεβάτι, από τα καθίσµατα του αυτοκινήτου και χωρίζονται, το ίδιο διαφορετικοί µε πριν, αν όχι περισσότερο. Θα τα λέµε όλα, έτσι δεν είναι; Θα το θυµάσαι;» Ε. Α.
0 Σχόλια