Ο ποιητής Θωμάς Σουβλέλλης, με την ποιητική συλλογή Παλίρροια Ψυχής, φλέγεται για την ανάγκη της αλήθειας σε έναν κόσμο που μαστίζεται από την υποκρισία. “Αδελφέ μου”, γράφει, “εγώ δεν ανήκω πουθενά/παρά μόνο στο δίκιο αλλιώς στα φώτα της αλήθειας”, παραπέμποντάς μας στο Φως που Καίει του Βάρναλη. Όπως έλεγε ο σπουδαίος αυτός ποιητής κρίνοντας το έργο του:
“Πενήντα χρόνια δυο πράγματα με κυνηγούσαν σ’ όλη μου τη ζωή. Το πρώτο ότι ζητούσα να βρίσκω την αλήθεια. Το δεύτερο ότι αυτή την αλήθεια την έλεγα στα πλήθη…”
Το φως της ελευθερίας και της χαράς είναι το ιδανικό που θα εκπληρωθεί με την ανατροπή του καθεστώτος της κοινωνικής αδικίας για τη σωτηρία όλων στον καινούργιο κόσμο που οραματίζεται ο ποιητής. Ένας κόσμος που μαστίζεται από τη μοναξιά και τη σκληρότητα των ισχυρών, που εξορκίζεται όμως στην αγκαλιά του ήλιου. Η Παλίρροια Ψυχής προτρέπει στον εναγκαλισμό της ζωής, στον αγώνα για κοινωνική αλλαγή. Τα ποιήματα του είναι παγκοινωνικά και παλλαϊκά. Είναι εμπνευσμένα από το δράμα του μεγάλου μας λαού.
Γράφει:
“Δεν σκύβω το κεφάλι ούτε στον ουρανό. Θέλω συνέχεια να τον βλέπω.”
“Στον ήλιο ζεσταίνουν τα οράματα. Παίρνουν στην αγκαλιά τους όλα τα παιδιά. Τους μαθαίνουν να ερωτεύονται το δίκιο.”
“Βουβό ποτάμι η οργή/και ο λαός αγρίμι/όταν του παίρνεις Λευτεριά μα και Δικαιοσύνη”.
Κορύφωση της επαναστατικής έξαρσης βρίσκουμε στο στίχο:
“Οι νέοι ερωτεύονται τον λόγο και τον ήλιο, καλωσορίζουν το άρμεγμα της σκέψης για το δίκιο.”
Κάποια ποιήματα της Παλίρροια Ψυχής μοιάζουν με τα χορικά αρχαίας τραγωδίας. Θρηνούν το χαμό των πρωτοπόρων, μοιρολογούν και δίνουν νέες ελπίδες για το λυτρωμό:
“Μέσα στη νύχτα που τους βλέπει και γελά/τα λόγια των ποιητών ψάχνουν τα μάρμαρα. Πάνω τους ανεξίτηλα θέλουν να χαρακτούν, να μη χαθούν στο πρώτο φύσημα του ανέμου.»
Τα ποιήματα του Θωμά Σουβλέλη είναι στιβαρά, νευρώδικα, ρωμαλέα. Είναι ποιήματα παρορμητικά, αναγεννητικά και εμβατήρια ,αφυπνισμένα για ένα τιμιότερο αύριο. Ωστόσο κάτω από την σφριγηλότητα τους διακρίνει κανείς μια ευαισθησία και τρυφερότητα, εμπιστοσύνη στο φως που τρανώνει μέσα του ο άνθρωπος.
“Αυτές οι πέτρες δεν βολεύονται στον ίσκιο/θέλουν τον ήλιο της βαθιάς επιθυμίας των ανθρώπων.”
Ακόμα και ο έρωτας επαναστατεί στην ποίηση του. Σαν Ηνίοχος, ήρεμος και σοφός, κάνει το γύρο του θριάμβου σιγοτραγουδώντας ποιήματα από την ψυχή, τραγούδια από το μέλλον.
Η Καρυωτακική μελαγχολία σφραγίζει τον λόγο του:
“Tα παράθυρα ενδίδουν στο κρύο, τα τζάμια γίνανε θολές εικόνες. Ποιος ξέρει τ’ άλλο μου φθινόπωρο ο ήλιος που θα μ’ εύρη. Άρχισε ψύχρα.”
Η μελαγχολία είναι έντονη στη γραφή του επηρεασμένη από την φύση, θα μπορούσαμε να πούμε σε αρκετά σημεία φυσιοκεντρική: «πουλιά γίνανε τα λόγια πετάξανε μαζί/και της ζωής τα όνειρα πιάσανε αράχνες.»
Η παιδεία στηρίζεται στη μεταλαμπάδευση των προγονικών αξιών. Η δημιουργία νέων πολιτών θα κυοφορήσει ένα ελπιδοφόρο αύριο. Και αυτό θα υλοποιηθεί μέσα από την παράδοση της ιστορίας μας. Ο ποιητής συνταραγμένος από μια ανισότιμη κοινωνία στρατηλατεί έναν ήλιο για να πνίξει τη θλίψη της σιωπής όπου θα αναπαύσει την ψυχή του. Γράφει:
“Μακριά από τα παιδιά κράτα/την πατρίδα της αβύσσου/δεν θα ζήσεις με κλεμμένα όνειρα/και αρχαία των προγόνων/δίχως να ξέρεις από ιστορία και αρχές.”
Τα λόγια για τον ποιητή γίνονται ασφυκτική θηλιά που μαραζώνει το μέλλον και το όραμα της ζωής. Τα όνειρα είναι γυμνά πουλιά φαρμακωμένα. Εδώ η προσωποποίηση των ονείρων μας παραπέμπει σε σολωμικές επιρροές, έμπλεες ρομαντισμού.
Ο νόστος του χθες, βασικός πυλώνας της ποίησης του είναι ειπωμένος με καρυωτακική επιρροή. Οι αναμνήσεις, σαν μέγγενη σφίγγουν την ύπαρξη. Η αντίθεση ζώντων και άψυχων αντικειμένων προκαλεί συγκινησιακά τον αναγνώστη:
“Στην άδεια κάμαρα από όνειρα
ένοιωσα το χάδι της αράχνης
στις σκονισμένες κουρτίνες
και ήταν ακόμα εκεί ζωντανά
σωρός φωτογραφίες και αναμνήσεις.”
Ο ποιητής θέλει να ζήσει μέσα στα σύννεφα, να μονιάσει στου Ουρανού τη σκέπη, να ερωτευτεί τον ήλιο. Η Σολωμική αυτή αναφορά στα στοιχεία της φύσης προσδίδει στην ποίηση του φυσιοκεντρισμό και ρομαντισμό. Ωστόσο δεν λείπει ο ανθρωποκεντρισμός και ο προβληματισμός για το νόημα της ύπαρξης. “Είμαστε”, γράφει, “οι μέρες και τα έργα της ψυχής μας”, παραπέμποντας μας στα Έργα και Ημέρες του Ησιόδου.
Ο έρωτας συνώνυμος με το πρώτο φύσημα του αγέρα εξυφαίνεται ως θεός της ελευθέριας.
“Το χαμόγελο σου είναι η ελευθέρια μου/μια σπίθα της και μόνο/αρκεί να ανάψεις την ελευθερία”.
Βγαλμένος από τα παραμύθια της γιαγιάς, ντυμένος με βλέμμα πορφυρό, ορίζει την χαραυγή ενός καινούριου αύριο.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο ποιητής “κρατά το ζεστό ρόφημα για την καρδιά του χειμώνα”, ζεσταίνει τον κόσμο μοιραζόμενος τις σκέψεις του μαζί μας. Ο Θωμάς Σουβλέλης επιμένει να πιστεύει στον άνθρωπο. Η ανάγκη για το φως της αλήθειας και η προσδοκία να οδηγηθεί σε έναν εξιδανικευμένο κόσμο είναι ορατή στην Παλίρροια Ψυχής από τον πρώτο του στίχο ως τον τελευταίο.
Επιμένει να παλεύει με κύματα τεράστια κι ας τον καταπίνει η θάλασσα. «Εσύ να γίνεις το οξυγόνο για τις γενιές που φτάνουν» γράφει, παραπέμποντας μας στον μεγάλο Καζαντζάκη: «Ξέρεις πως εσύ, όχι η μοίρα, όχι η τύχη, μήτε οι άνθρωποι γύρω σου, εσύ μονάχα έχεις, ό,τι και αν κάμεις, ό,τι και αν γίνεις, ακέραιη την ευθύνη.»
Ο θάνατος, προαιώνιος φόβος του ανθρώπου καραδοκεί “σαν μισθοφόρος της ψυχής”. “Ο αιώνιος κερδισμένος εξουσιαστής της φύσης, απροσδόκητος κλέφτης της χαράς έρχεται όταν δεν τον περιμένεις”, γράφει αναφερόμενος στο αιώνιο αναπάντητο ερώτημα της ύπαρξης. Ο ποιητής ταλαντεύεται ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, το φως και το σκοτάδι, ακροβατεί ανάμεσα στο θέλω και το πρέπει προσπαθώντας να τιθασεύσει με τη λογική του τα ανεξέλεγκτα «γιατί» που τον ταλανίζουν.
Στους ατέλειωτους διαδρόμους της συνείδησης/ψάχνω για στίγματα λογικής. Μάταια παλεύω να βρω. Η σκουριά τρώει τις αρχές.» γράφει. Ο φαύλος κύκλος των δεινών της ανθρωπότητας αρχίζει και τελειώνει με το «εγώ». Ο φθόνος διαβρώνει την ηθική τάξη και γεννά αδικία.
«Το εγώ γεννά αδικία, τρώει τις σάρκες της ζωής, η ιδιοτέλεια γκρεμίζει τους οίκους μας.»
Ο έρωτας έρχεται μαγικός, ζωοδότης ήλιος να ανατείλει το εμείς να σβήσει το εγώ. «Μέσα στο μεγάλο φεγγάρι του έρωτα ταξιδεύει η αγάπη στο φως.» Η ζωή μοιάζει με τραγούδι παλιό. Ο ποιητής αναπολεί μια σβησμένη Άνοιξη ζωγραφισμένη μέσα σ’ ένα νησιώτικο τοπίο. Αδημονεί ν’ ανθίσει ξανά ο έρωτας που ως Κελευστής της Ειρήνης σταλάζει με μύρο την καρδιά. « Η Άνοιξη έρχεται, μοσχοκάρυδο, να μυριστούν οι γειτονιές.»
Για τα μάτια του έρωτα οδηγείται στα όρια. «Με το μύρο σε άλειψα /με τα μάτια του έρωτα/σε παγίδεψα. Πάντα με αυτά εσένα να θωρώ.» Οι Μοίρες λαμπάδες γίνονται, φωτίζουν τη ζήση και έπειτα σφάζονται μέσα σε λυγμούς οδύνης.
Ο ποιητής γνωρίζει καλά το δύσβατο της Ιθάκης. Σαν άλλος Οδυσσεύς σαλπάρει με ανοιχτά πανιά έχοντας την Άνοιξη για Θεό σπέρνοντας το φως της Ειρήνης. Ο έρωτας και η ελευθερία, δυο βασικοί πυλώνες της ποίησης του τον οδηγούν στην αυτοπραγμάτωση, στην έξοδο από την Αχερουσία λίμνη του αλλοτριωμένου κοσμικού γίγνεσθαι.
Το θεοκεντρικό στοιχείο δεν λείπει από τον λογισμό του. «Σε ψάχνω, γράφει στα λιβάδια της σκέψης, στα μακρινά ταξίδια της ζωής, στα πελώρια κύματα που πέρασες κολυμπώντας, στο μεγαλείο της ψυχής.» Οι άνθρωποι προσομοιάζονται με τείχη, μέσα στα οποία δεν χτίζονται φωλιές γιατί στην ψυχή τους κρύβουν τον Άδη. Ο Θωμάς Σουβλέλης τολμά να αγαπήσει τον Άνθρωπο, απαλλαγμένο από μάσκες θεατρικές και κίβδηλα συναισθήματα. Χαστουκίζει με τους αιχμηρούς του στίχους και την τολμηρή του γλώσσα το κοινωνικοπολιτικό κατεστημένο. Αποζητά μια ονειρική πολιτεία φτιαγμένη από μουσική, ποίηση και έρωτα. Το ύφος που χρησιμοποιεί μεταλαμπαδεύεται από το σθεναρό στο λυρικό , από το σαρκαστικό στο ευγενές , προσαρμόζεται βασισμένο στην Παλίρροια Ψυχής του. Κι εμείς, συνταξιδιώτες του, ενατενίζουμε μαζί του παρασυρμένοι στα ποιητικά του μονοπάτια την ανατολή ενός νέου κόσμου που λάμπει στο φως του ήλιου της δικαιοσύνης.
0 Σχόλια