Sponsor Advertise

Οι Ένοχοι της γης, της Καίτης Κουμανίδου




Ένα χρόνο μετά από την έκδοση της ποιητικής συλλογής Οι δυο όψεις του φεγγαριού η ποιήτρια Καίτη Κουμανίδου επιστρέφει με τη συλλογή Οι Ένοχοι της γης, στην οποία παρατηρεί και καταγράφει τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, όπως τον πόλεμο και το προσφυγικό ζήτημα, με κύριες αναφορές στα ποιήματα της: O MONOΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΦΟΥΑΤ, ΟΙ ΚΟΛΑΣΜΕΝΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ, ΟΙ ΕΝΟΧΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ και ΟΛΕΘΡΟΣ. Στην ποίηση της η τέχνη της σάλπιγγας, σιγάζει την ειρηνική τέχνη της φλογέρας, και το ποίημα της γίνεται πολεμικός παιάνας…παραπέμποντας μας σε ποιητές του Μεσοπολέμου, αλλά και στον σπουδαίο Ρώσο ποιητή Μαγιακοφσκι μέσα από τους παρακάτω στίχους του:


“Όμως τώρα σε ποιόν ουρανό,

Σε ποιο άστρο να οδεύσω:

Κάτω μου

ο κόσμος

κ’ οι χιλιάδες εκκλησίες του

έχουν αρχίσει

την νεκρώσιμον ακολουθία.”

… «Kύριε των Δυνάμεων που είναι η παρουσία σου απόψε»;

γραφεί η ποιήτρια αναζητώντας την προστασία του στους «Ενόχους της Γης».

Στην «Κόκκινη Δύση» η ζωή είναι αναλώσιμη. Μόνο «η ποίηση και η ψυχή βγαίνουν μαζί βόλτα»… «περπατώντας πάνω σε ξερά φύλλα και μιλώντας για πόλεμο». Στο ποίημα αυτό η φιλοσοφική διάθεση είναι διάχυτη μέσα από την εικόνα μιας άγριας αιματοβαμμένης Δύσης. Η ποίηση και η ψυχή, ανθρωπόμορφες οντότητες, περπατούν πάνω από τα χαλάσματα. Παρατηρούν την ανθρώπινη ασυδοσία και ακούν τραγούδια αγάπης χορεύοντας νέγρικο μπλουζ. Ο άνθρωπος, ταυτόχρονα δυνάστης και δημιουργός καλείται να πάρει θέση. Η φύση παρακολουθεί θλιμμένη το ανθρώπινο λάθος, Υπεύθυνος είναι μόνο ο άνθρωπος: «Δάκρυα μυρίσαν τα τριαντάφυλλα…Ένας σκύλος στην παραλία κλαίει.» Η ποίηση της Καίτης Κουμανίδου, βαθιά υπαινικτική και υπαρξιακή, αναζητά απαντήσεις στα βαθιά ερωτήματα του ανθρώπου. Διακατέχεται από εσωτερικότητα και φιλοσοφική διάθεση. Διαλαλεί την ειρήνη και αναζητά το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από την αγάπη και την συντροφικότητα.

Οι Ένοχοι της γης


Στο ποίημα της «Εάλω» τα ανθρώπινα συνθλίβονται κάτω από έναν δεινοπαθούντα ουρανό. Στο βωμό του χρήματος και του ολοκληρωτισμού θυσιάζονται ανθρώπινες ζωές. Οι καμπάνες έπαυσαν ενώ το άδικο θριαμβεύει. Εδώ περιγράφεται μια ολοκληρωτική καταστροφή που μας θυμίζει την «Κόλαση» του Δάντη. Οι εικόνες γλαφυρές, ανάγλυφες, προεικονίζουν το τέλος της ανθρωπότητας. : «H θύελλα στροβιλίζει λέξεις γι’ αγάπη»… «ου γαρ οίδασι τι πιούσι» αναφωνεί η ποιήτρια για να καταλήξει στο εύλογο ερώτημα: «Υπάρχει ένας ίσκιος να καθίσει ο άνθρωπος να ξαποστάσει να σκεφτεί και να δεχθεί την μεγάλη αλήθεια;»

Στο ποίημα «Θα έρθει η ώρα» η μοναξιά απογυμνώνει τον άνθρωπο και τον οδηγεί σε νεκρική οδύνη. «Η μοναξιά πυκνώνει/τσεκούρι πάνω απ’ το κεφάλι μου/ τα όνειρα έπεσαν στο πάτωμα χωρίς ήχο». Το ποίημα κραυγή κατά της μοναξιάς βρίσκει διέξοδο μέσα από τους στίχους: «Τραβώ την φαλτσέτα και τινάζω όλη την μοναξιά του κόσμου στον αέρα.» Νοερά ταξιδεύουμε σε ποιήματα του μεσοπολέμου (Ουράνης, Καρυωτάκης), όπου η εικονοποιεία είναι τόσο έντονη μέσα από τις αντιθέσεις που δημιουργεί, στιγματίζοντας την παρακμή της εποχής.

Τα σημεία στα οποία ο ποιητικός της στοχασμός εστιάζεται είναι τα εξής: ο κόσμος και ο ίδιος της ο εαυτός. Αναφορικά με τον Κόσμο μιλά για την άγρια φύση των ανθρώπων, για τον όλεθρο και την απαξίωση της ανθρώπινης ζωής, για τη μοναξιά και την στέρηση όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που μπορεί να επιφέρει ο πόλεμος και η εγκατάλειψη.




Αναφορικά με το προσωπικό της δίοπτρο μέσα σε δυο στίχους συμπυκνώνει όλη την πικρία του ανθρώπου, που είδε ότι τα χρόνια πέρασαν και τα όνειρα για έναν καλύτερο κόσμο δεν έγιναν ποτέ αληθινά. Όμως, αυτή η πικρία, δεν σημαίνει απογοήτευση, ούτε παραίτηση. Αλλά επαναστατική διάθεση για ζωή. Ωστόσο τα όνειρα άφησαν μια ανοιχτή πληγή. Μια πληγή, που ματώνει και το αίμα γίνεται κόκκινο μελάνι και γράφει αιμάτινους στίχους σαν κι αυτούς, που διαβάζουμε από τον Καίτη Κουμανίδου:


«Ποια άμπωτη και ποια παλίρροια

θέριεψε το κόκκινο κύμα και χάθηκες;»

Εδώ , η ελευθέρια γίνεται αβάσταχτη όταν ισοδυναμεί με τη μοναξιά.

Ωστόσο, η ποιητική της ματιά δεν τελματώνεται στα σκοτεινά σημεία. Αντιθέτως, υπάρχουν φωτεινά σημεία , που αναδεικνύουν την ελπίδα που σαρκώνεται μπροστά σε έναν ήλιο, ζωοδότη και φωτεινό, που φωτίζει τον δρόμο. Γράφει:


«Περπατώ στις στέγες του κόσμου είμαι ελεύθερη

Ο ήλιος είναι στο δρόμο

Ξημερώνει.»

Το θεϊκό στοιχείο, κυρίως μέσω της προσευχής, αποτελεί καταφύγιο για τις δύσκολες στιγμές, , αλλά και η ελπίδα, της δίνει κουράγιο να συνεχίσει να αγωνίζεται ακόμα και κάτω από τις αντίξοες συνθήκες.


«ΕΣΥ

Που δίδαξες την αγάπη,

Που σταυρώθηκες για την αγάπη

Ανέτειλε την ελπίδα και την επί γης ειρήνη

Χάρισε την αδελφοσύνη στους λαούς

Να ευωδιάσει ο κόσμος όλος

Από τις Πασχαλιές της αγάπης Σου.»

Το ύφος της γραφής της είναι αριστοτεχνικά δουλεμένο, έτσι ώστε να μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε επιτηδευμένα πεζολογικό. Ο στίχος μπορεί να είναι μόνο μια λέξη, αρκεί να έχει το ειδικό βάρος, που απαιτείται για να στηριχτεί ο στίχος και αυτό είναι το σημείο κατατεθέν της ποιήτριας. «Ακροβάτης θα γίνω να δραπετεύσω» γράφει δείχνοντας μέσα σε ένα μόνο στίχο την βαρύτητα του πόνου της αδικίας.

Η ποίηση της Καίτης Κουμανίδου είναι «βαθιά πολιτική» καθώς παραμένει βαθιά αντιεξουσιαστική». Τι σημαίνει, όμως, αντιεξουσιαστική; Σημαίνει ότι στρέφεται ενάντια σε κάθε μορφή εξουσίας που απειλεί να αφανίσει την πραγματική ελευθέρια, ατομική και κοινωνική.

Συμπερασματικά, η ποιητική συλλογή της Καίτης Κουμανίδου « ΟΙ ΕΝΟΧΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ» προσθέτουν ένα ακόμα λιθαράκι στο πλούσιο ποιητικό της έργο, αποτυπώνοντας το δράμα του σύγχρονου ανθρώπου και ευαισθητοποιώντας και συγχρόνως προβληματίζοντας όλους εμάς για την προσωπική μας ευθύνη.

Πριν τελειώσουμε, όμως, απομένει μια εκκρεμότητα ν’ απαντηθεί. Τελικά, η ποιήτρια πού στέκεται; Πού ανήκει η ποίησή της; Στο φως ή στο σκοτάδι; Νομίζω πως τα ποιήματα της συλλογής ξύνουν τον τρόμο του κόσμου, χωρίς να το αρνούνται. Ωστόσο, εγκαθίστανται στο φως, προσμένοντας την Ανάσταση.

«Τάχα θα ρθεις;

Τάχα θα σε συναντήσω

μια νύχτα που ο χρόνος

θα ναι ακίνητος περιμένοντας

Ανάσταση τρεμάμενη.»

Η ποίηση, για την Καίτη Κουμανίδου ζεστό καταφύγιο στο οποίο εναποθέτει την ψυχή της, αποτελεί οίηση κατά της φθαρτότητας. Αφού αυτή, μαζί με την θεϊκή παρουσία, συναποτελεί τις παραδοχές της ζωής που αντιπαλεύει μονίμως τον Θάνατο. Γράφει:


« Μόνο ποιήματα υπάρχουνε

Και θλιμμένα ουράνια δώρα

Και εγώ να γεύομαι

Μνήμες και όνειρα μες τον ουρανό του ποιήματος.»




«Ένα τραγούδι αναζητώ

να μην μοιάζει με τα άλλα

που χαρίζει ανοιξιάτικες άσπρες μαργαρίτες

στον ουρανό του χειμώνα

και υπόσχεται συντροφιά

στις απέραντες μοναξιές

του μαρμαρωμένου χρόνου.»

Η ποίηση της παρά το έρεβος αυτού του κόσμου και τον ποταμό των δακρύων που τον ακολουθεί, εγκαθίσταται στο φως, στην άνοιξη που περιμένει πάντα μετά τον χειμώνα, στη λύτρωση που έρχεται μετά το Πάσχα της ψυχής.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια