Ποια είναι η θέση του Καντ για ένα από τα πιο φλέγοντα ερωτήματα της ιστορίας της φιλοσοφίας; Υπάρχει θεός; Ή σωστότερα για τον Καντ: Μπορούμε να γνωρίζουμε αν υπάρχει ή δεν υπάρχει θεός; Απορρίπτοντας όλες τις προηγούμενες απαντήσεις επ’ αυτού, ο Καντ ξεκινά να ερευνά το θέμα του στην Υπερβατολογική Διαλεκτική, της Κριτική του Καθαρού Λόγου, διερωτώμενος αρχικά αν μια τέτοια γνώση είναι εν γένει δυνατή.
Καντ, με απλά λόγια:
«Μέχρι που φτάνουν οι δυνατότητες του νου για γνώση;» είναι το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί για να καταλήξουμε σε μια απάντηση για το βασικό ζήτημα. Σύμφωνα με τη θεωρία του Καντ, ο νους μπορεί να γνωρίζει μέχρι εκεί που φτάνουν τα δεδομένα της εμπειρίας μας. Η γνώση δηλαδή, ορίζεται ως η συμφωνία αυτού που σκέφτομαι με αυτό που οι αισθήσεις μου μου λένε για τον κόσμο. Βέβαια, ο νους ξεγελιέται συχνά, νομίζοντας πως μπορεί να γνωρίζει και πέρα από τα δεδομένα της εμπειρίας, και προσπαθεί να ενοποιήσει τη γνώση του σε μια συστηματική ενότητα. Όταν, όμως, αυτό που σκέφτομαι δεν αντιστοιχεί σε κάτι που δίνεται από τις αισθήσεις, τότε έχω απλώς μια Ιδέα, και όχι γνώση για τον κόσμο.
Το γεγονός ότι οι Ιδέες υπερβαίνουν τα όρια της εμπειρίας, δεν σημαίνει ότι είναι αυθαίρετες. Αντίθετα, προέρχονται με φυσικότητα από το λόγο. Μπορεί να μην παράγουν νέα γνώση, όμως με αυτές, επιτυγχάνεται η καλύτερη και ευρύτερη καθοδήγηση στην ίδια τη γνώση. Τα Ιδεώδη του λόγου, τώρα, μοιάζουν με τις Ιδέες, αλλά είναι ακόμη πιο μακριά από την αντικειμενική πραγματικότητα. Ωστόσο, η αξία τους έγγειται στο ότι λειτουργούν ως κανονιστικές αρχές, άσχετα από το γεγονός ότι δεν μπορεί να τους αποδοθεί ύπαρξη. Δηλαδή, προσφέροντας συνοχή στην ήδη υπάρχουσα γνώση, ταυτόχρονα, η πρακτική τους δύναμη έγγειται στο ότι χρησιμοποιούνται ως αρχέτυπα, στο ότι «προσφέρουν ένα απαραίτητο κανονιστικό μέτρο στο λόγο, που έχει ανάγκη την έννοια αυτού που είναι εντελώς τέλειο στο είδος του, για να εκτιμήσει και μετρήσει σύμφωνα με αυτό, τον βαθμό και τις ελλείψεις του ατελούς» (Α570/Β598).
«Η πρόθεση του λόγου με το ιδεώδες του είναι, […] ο καθολικός προσδιορισμός σύμφωνα με κανόνες a priori, ως εκ τούτου ο λόγος νοεί μέσα του ένα αντικείμενο, που πρέπει να είναι καθ’ολοκληρίαν προσδιορίσιμο σύμφωνα με αρχές, παρ’όλο που οι προς τούτο επαρκείς όροι στην εμπειρία λείπουν και η ίδια η έννοια είναι συνεπώς υπερβατική» (Α571/Β599)
Θεός «ως εάν»:
Ο θεός, λοιπόν, για τον Καντ, είναι ένα Ιδεώδες του Καθαρού Λόγου. Είναι ένα Υπερβατικό Ιδεώδες – και όχι Υπερβατικό Ον – δηλαδή, ξεπερνά τα όρια της αισθητική εμπειρίας. Ακριβώς για αυτό το λόγο, δεν μπορούμε να έχουμε γνώση ούτε για το αν υπάρχει ούτε για το αν δεν υπάρχει. Επειδή, όμως, είναι Ιδεώδες, και ως τέτοιο αποτελεί κανονιστική αρχή, πρέπει να θεωρούμε το θεό «ως εάν υπάρχει». Κάπως έτσι εισάγεται στον Καντ η έννοια της πίστης. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν υπάρχει θεός, αλλά για τα θέματα της γνώσης, αποδίδει το να πιστεύουμε ότι υπάρχει θεός. Αυτή η προσέγγιση είναι συμβατή με τον τρόπο που επεξεργαζόμαστε την πραγματικότητα, και η αποδοχή αυτού, αν και δεν παράγει νέα γνώση, εξυπηρετεί στην επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής συνοχής της ήδη υπάρχουσας γνώσης.
Η Θεολογία δεν μπορεί να θεωρηθεί επιστήμη, αφού δεν μπορεί να προσφέρει γνώση σχετικά με το αντικείμενό της: η γνώση του υπέρτατου όντος απαιτεί μια χρήση του λόγου πέρα από τα δεδομένα της εμπειρίας, η οποία είναι αδύνατη εκ των πραγμάτων.
«Εάν, απλώς για να μην αφήσουμε τίποτε το κενό στο λόγο μας, μας είναι επιτετραμμένο να αποπληρώσουμε την έλλειψη αυτή του εντελούς προσδιορισμού διά μιας απλής ιδέας της υπέρτατης τελειότητας και πρωταρχικής αναγκαιότητος: τότε αυτό μπορεί μεν από εύνοια να γίνει κατά παραχώρηση δεκτό, όχι όμως και ως εκ του δικαιώματος μιας ακαταμάχητης αποδείξεως ν’απαντηθεί». Οι υπερβατικές ερωτήσεις επιδέχονται μόνο υπερβατικές απαντήσεις, και είναι φανερό ότι ενώ έχουμε τη δυνατότητα να θέτουμε τέτοια ερωτήματα, αδυνατούμε να γνωρίσουμε τις απαντήσεις τους (Α637/Β665).
Δηλαδή;
Συνοπτικά, για τον Καντ, δεν μπορούμε να αποδείξουμε ούτε ότι ο θεός υπάρχει ούτε, όμως, ότι δεν υπάρχει. Οποιαδήποτε από τις δύο αποδείξεις προϋποθέτει γνώση η οποία βρίσκεται έξω από τη σφαίρα της εμπειρίας μας, άρα είναι αδύνατο να τη διαθέτουμε. Η πίστη παρ’όλα αυτά, για τον Καντ, μαζί με τη γνώση και τη γνώμη, αξιώνει αλήθεια. Αν και δεν στηρίζεται στην εμπειρία ή τα λογικά επιχειρήματα, βασίζεται στις «ανάγκες του πρακτικού λόγου». Παρά την αντίληψη του κοινού νου για την πίστη, τα θεμέλια αυτής είναι αντικειμενικά και καθολικά. Ο Καντ, με αυτή τη θέση του, δεν προσπαθεί να επιτεθεί στην πίστη. Ίσα ίσα, προσπαθεί να θέσει τα όρια της πίστης και του λόγου προκειμένου να μην υπονομεύει λανθασμένα το ένα το άλλο.
Ο θεός είναι η προϋπόθεση της πραγματικότητας, με την έννοια ότι αν και δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την ιδέα του θεού, αυτή αναγκαία προϋποτίθεται. Χωρίς θεό, η ηθική ζωή είναι αδύνατη, και η Θεολογία θα πρέπει να ασχολείται μάλλον με αυτή τη θέση, παρά με την απόδειξη ύπαρξης θεού.
Βιβλιογραφικές Πηγές:
Αυγελής Ν, 2012, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, Θεσσαλονίκη: Σ. Αντώνιος
Guyer P, 2013, ΚΑΝΤ, Αθήνα: Gutenberg
Kant Ι, 1979, Κριτική του Καθαρού Λόγου, Αθήνα: Παπαζήση
Kant Ι, 2006, Κριτική του Καθαρού Λόγου, Υπερβατική διαλεκτική και Υπερβατική Μεθοδολογία, Αθήνα: ΑΘΗΝΑ
(maxmag.gr)
0 Σχόλια