Sponsor Advertise

Οι οικονομικές θεωρίες κατά τον Μεσαίωνα




Κατά τα πρώτα στάδια του Χριστιανισμού δεν παρατηρείται οποιαδήποτε αξιόλογη συνεισφορά στην οικονομική σκέψη. Αναγνωρίζεται από το Χριστιανισμό, η αξία κάθε μορφής εργασίας, συμπεριλαμβανομένης και της χειρωνακτικής. Η Καινή Διαθήκη περιέχει, σε πολλά σημεία, καταδίκη του πλουτισμού και στις Πράξεις των Αποστόλων αναφέρονται περιπτώσεις χριστιανών, οι οποίοι είχαν κοινά τα αγαθά τους.

Και οι Βυζαντινοί Πατέρες δεν ασχολούνται συστηματικά με οποιοδήποτε οικονομικό θέμα. Ως προς τον πλούτο, θεωρούν ότι αυτός θα πρέπει να καταδικάζεται ή όχι, ανάλογα με τον τρόπο της χρήσεώς του. Εάν ο πλούτος χρησιμοποιείται για το καλό των ανθρώπων, είναι αποδεκτός. Εάν, όμως, αποθησαυρίζεται ή χρησιμοποιείται για εκμετάλλευση των ανθρώπων, η συσσώρευσή του πρέπει να αποδοκιμάζεται.

Αντίθετα με το Βυζάντιο, στο χώρο της Δυτικής Ευρώπης παρουσιάζεται, κατά το Μεσαίωνα, αρκετό ενδιαφέρον για τη μελέτη οικονομικών φαινομένων. Τούτο συμβαίνει μετά τον 11ο αιώνα μ.Χ., οπότε με την κατάπαυση των βαρβαρικών επιδρομών και την επικράτηση ασφαλέστερων συνθηκών διαβιώσεως αρχίζει η σχετική αναβίωση της οικονομίας των χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Οι μελετητές των οικονομικών φαινομένων προέρχονται αποκλειστικά από την τάξη των λεγόμενων Κανονολόγων ή Σχολαστικών συγγραφέων (Doctores Scholastici).

Αυτοί είναι, κατά κανόνα, θεολόγοι και ιερωμένοι που ανήκουν στη Δυτική Εκκλησία και διδάσκουν σε πανεπιστημιακά ιδρύματα ή ιερατικές σχολές. Η ανάλυση, από μέρους τους των οικονομικών φαινομένων, γίνεται , πάντοτε, σε συνάρτηση με την επεξεργασία των δογμάτων της Εκκλησίας στην οποία ανήκουν. Το ενδιαφέρον της Δυτικής Εκκλησίας για τα οικονομικά θέματα ήταν φυσική συνέπεια του ρόλου, τον οποίο αυτή διαδραμάτισε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Η Καθολική Εκκλησία με τα δόγματά της, τα οποία αποδέχονταν οι λαοί της κατακερματισμένης Δυτικής Ευρώπης, και με την κοινή γλώσσα, τη λατινική, που χρησιμοποιούσε, έγινε πολύ σημαντικός συνδετικός παράγοντας μεταξύ των λαών αυτών. Και ο πολιτικός ρόλος που έπαιζε, παράλληλα προς το θρησκευτικό, οδήγησε τη Δυτική Εκκλησία στην άποψη, ότι έπρεπε να έχει αποφασιστικό λόγο στη διατύπωση των κανόνων που ρυθμίζουν την κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων και τις μεταξύ τους οικονομικές σχέσεις.

Σημαντική επίδραση στην οικονομική σκέψη των Κανονολόγων συγγραφέων είχε και το Ρωμαϊκό Δίκαιοαλλά, κυρίως, οι απόψεις του Αριστοτέλη επί οικονομικών θεμάτων. Εκείνο που πρέπει να τονισθεί είναι, ότι, η αντιμετώπιση των οικονομικών θεμάτων από μέρους των Κανονολόγων συγγραφέων, παρόλο που γίνεται στα πλαίσια της δογματικής διδασκαλίας της Δυτικής Εκκλησιάς, παρουσιάζει εξέλιξη, που έχει σκοπό να προσαρμόσει μέχρις ενός σημείου τις απόψεις της Εκκλησίας αυτής, στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της οικονομικής ζωής των λαών της Δυτικής Ευρώπης. Γι’ αυτό και η θέση τους έναντι του εμπορίου δεν είναι απόλυτα καταδικαστική. Αποδέχονταν το εμπόριο, εάν σκοπός του εμπόρου είναι απλώς η εξασφάλιση των μέσων διαβιώσεως της οικογενείας του ή η φιλανθρωπία. Γενικά, δε, το εμπόριο είναι αποδεκτό, εάν οι σκοποί που επιδιώκονται είναι ηθικά αποδεκτοί.

Οι οικονομικές θεωρίες των συγγραφέων του Μεσαίωνα στρέφονται κυρίως γύρω από τα ακόλουθα θέματα:
(α) περί της αξίας των αγαθών και της λεγόμενης «δικαίας τιμής»·
(β) περί του ρόλου του κεφαλαίου και της λήψεως τόκου· και
(γ) περί του χρήματος.

Πηγή: Ρ.Δ. Θεοχάρης, Ιστορία της Οικονομικής Αναλύσεως, Τόμος Α.
Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, 1983, σελ 29-35.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια