Sponsor Advertise

Kώστας Καρυωτάκης: Ο θλιμμένος – αυτόχειρας ποιητής του μεσοπολέμου

Καρυωτάκης



«Συμβουλεύω, όσους ξέρουνε κολύμπι, να μην επιχειρήσουν ποτέ να αυτοκτονήσουν διά θαλάσσης».

Ο Κώστας Καρυωτάκης, στο τελευταίο του γράμμα, στα επιθανάτιά του λόγια, θέλησε να σαρκάσει το γεγονός της πρώτης, αποτυχημένης του απόπειρας αυτοκτονίας. Λίγο αργότερα, έφυγε από την ζωή με σφαίρα στην καρδιά. Έζησε 32 χρόνια, παλεύοντας με την κατάθλιψη, μην μπορώντας να σωπάσει τους δαίμονές του. Σπούδασε, αγάπησε, ταξίδεψε, μα δεν μπορούσε να βρει την ηρεμία. «Είναι άνθρωποι που την κακή ώρα την έχουν μέσα τους», είχε γράψει. Αυτή είναι η ιστορία του σύντομου βίου του.
Η αρχή

Γεννήθηκε στην Τρίπολη Αρκαδίας, αλλά έζησε τα παιδικά του χρόνια σε πολλές πόλεις (Λευκάδα, Λάρισα, Πάτρα, Αργοστόλι, Καλαμάτα, Αθήνα), λόγω της εργασίας του πατέρα του, που τους ανάγκαζε να μετακομίζουν διαρκώς. Το 1914 ξεκίνησε σπουδές νομικής στην Αθήνα και στα τέλη του 1917 απέκτησε το πτυχίο του. Εξαιτίας της έλλειψης πελατείας όμως, δεν εργάστηκε ποτέ ουσιαστικά ως δικηγόρος, παρά ως υπάλληλος σε δημόσιες υπηρεσίες. Η δουλειά του δημοσίου υπαλλήλου ωστόσο, ήταν οκνηρή και αδιάφορη για τον ίδιο. Έβρισκε, λοιπόν, διέξοδο στην ποίηση. Εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή με δικά του έξοδα το 1919, με τίτλο «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων». Το 1919, επίσης, εξέδωσε το σατιρικό περιοδικό «Η γάμπα», του οποίου η κυκλοφορία απαγορεύτηκε μετά από τα έξι πρώτα τεύχη. Το 1921 εκδόθηκε η δεύτερη ποιητική του συλλογή, με τίτλο «Νηπενθή».

Καρυωτάκης


Η σχέση του με την Μαρία Πολυδούρη

Ο Κώστας Καρυωτάκης δούλευε στη νομαρχία Αττικής το 1922, όπου και γνώρισε την Μαρία Πολυδούρη. Ήταν κι εκείνη χαρακτηριστική ποιήτρια της γενιάς του 1920 (με έντονο το στοιχείο της θλίψης, του ανεκπλήρωτου και του ρομαντισμού στα έργα της), εντούτοις είχαν πολλές διαφορές στον χαρακτήρα. Ο Καρυωτάκης ήταν μελαγχολικός, ανασφαλής, εσωστρεφής και με χαμηλή αυτοπεποίθηση, ενώ η Πολυδούρη ήταν μια χειραφετημένη γυναίκα, με καλλιέργεια και αντισυμβατικές και φεμινιστικές αντιλήψεις. Ο έρωτάς τους δεν ευοδώθηκε, παρότι διατήρησαν μια έντονη σχέση.


Μου φάνηκε παράταιρος, μέσα στην θλιβερή ασχήμια των πλασμάτων που δούλευαν γύρω του.

– Από το προσωπικό ημερολόγιο της Μαρίας Πολυδούρη (για την πρώτη της συνάντηση με τον Καρυωτάκη).

Η ίδια τού έκανε πρόταση γάμου (πράγμα ανήκουστο για την εποχή), αλλά αυτός αρνήθηκε, διότι έπασχε από σύφιλη, αρρώστια ανίατη τότε και κατακριτέα. Αναπόφευκτα λοιπόν, χώρισαν, ωστόσο παρέμειναν φίλοι και δεν έπαψαν να αγαπούν ο ένας τον άλλο. Η Πολυδούρη πληγώθηκε, έφυγε για το Παρίσι και συνέχισε τον αντισυμβατικό τρόπο ζωής. Συναναστρέφονταν με αντρικές παρέες, έπινε και γυρνούσε σπίτι τα ξημερώματα. Το 1926 προσεβλήθη από φυματίωση και νοσηλεύτηκε στο σανατόριο Σωτηρία, στην Ελλάδα, όπου την επισκέφτηκε μάλιστα ο Καρυωτάκης και της έστελνε γράμματα. Το 1930, δύο χρόνια μετά το θάνατο του αγαπημένου της, απεβίωσε, στα 28 της χρόνια, με ενέσεις μορφίνης που της χορήγησε ένας φίλος της.


Απελπισμένε μου ποιητή θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω; Όσο σου πρέπει;

– Από το προσωπικό ημερολόγιο της Μαρίας Πολυδούρη.
Το τέλος του Καρυωτάκη

Η σύφιλη από την οποία έπασχε, η καταθλιπτική του φύση, καθώς και η μετάθεσή του στην νομαρχία Πρεβέζης, οδήγησαν τον Καρυωτάκη συλλήβδην, στο μοιραίο τέλος. Πριν, είχε ταξιδέψει στην Ρουμανία και στην Γαλλία, είχε κυκλοφορήσει την τελευταία του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ελεγεία και σάτιρες» και είχε επιχειρήσει να εργαστεί ως δικηγόρος. Η Πρέβεζα ένιωθε να τον πνίγει. Τις 20 μέρες περίπου που έζησε εκεί πριν πεθάνει, μονάχα έγραφε και εργαζόταν. Είχε αποφασίσει να αυτοκτονήσει. Έτσι, αρχικά προσπάθησε να πνιγεί στην θάλασσα, ωστόσο επειδή ήξερε κολύμπι, δεν τα κατάφερε. Δέκα ώρες μετά, τα παράτησε και επέστρεψε σπίτι του.


Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

– Από το ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη “Πρέβεζα”, 1928.

Το μεσημέρι της 21ης Ιουλίου επισκέφτηκε το παραλιακό καφενείο «Ο ουράνιος κήπος», όπου παρήγγειλε και ήπιε μια βυσσινάδα. Ζήτησε, επιπλέον, μερικά τσιγάρα και χαρτί για να γράψει. Ο ιδιοκτήτης του καφενείου είχε εντυπωσιαστεί από το προσεγμένο ντύσιμο του Καρυωτάκη (πάντοτε ήταν ιδιαίτερα καλοντυμένος, με κοστούμια από το Παρίσι, γραβάτες και καπέλα), καθώς και από την γενναιοδωρία του, αφού η βυσσινάδα μαζί με τα τσιγάρα κόστιζε έξι δραχμές και ο ίδιος άφησε 75 δραχμές.

Το απόγευμα, στις 16:30 περίπου, έφυγε από το καφενείο, περπάτησε 400μ. μέχρι την θέση Μαργαρώνα, ξάπλωσε κάτω από έναν Ευκάλυπτο και πυροβόλησε κατευθείαν στην καρδιά του. Στην τσέπη του σακακιού του είχε αφήσει ένα γράμμα για τους οικείους του. Στο σημείο αυτό σήμερα, βρίσκεται το στρατόπεδο καυσίμων της όγδοης μεραρχίας πεζικού και έχει στηθεί πινακίδα που γράφει το εξής: «Εδώ, στις 21 Ιουλίου 1928, βρήκε την γαλήνη, με μια σφαίρα στην καρδιά, ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης».


Καρυωτάκης

Η είδηση του θανάτου του, την επόμενη μέρα, δεν γράφτηκε ούτε σε μονόστηλο. Ο δημοσιογράφος Φρέντυ Γερμανός σχολίασε εύστοχα, σε ντοκιμαντέρ που γύρισε για τον ποιητή, το 1981, πως «ήταν σαν να του είπαν οι άνθρωποι πως άργησε, πως έπρεπε να είχε πεθάνει νωρίτερα». Προς επίρρωσην του σχολίου του, σε γκάλοπ που έκανε ο ίδιος στους κατοίκους της Πρέβεζας για τον Καρυωτάκη, έλαβε πολλές προσβλητικές απαντήσεις. «Ήταν ένας τρελάρας που πήγε και σκοτώθηκε», δήλωσε ένας πρεβεζάνος χωρικός, με μάλλον αμυντικό – επιθετικό ύφος προς υπεράσπιση της πόλης του.

Καρυωτάκης



Όμως ο Κώστας Καρυωτάκης θεωρείται από τους σπουδαιότερους ποιητές της χώρας μας, που καθόρισε την ποίηση του μεσοπολέμου. Με πάγιο αίτημα το θάνατο, την λύτρωση, τη θλίψη του ανεκπλήρωτου και την ματαιότητα της ύπαρξης, υπήρξε σύμβολο της γενιάς του και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες.
Μερικά ποιήματα του Καρυωτάκη

Ιδανικοί αυτόχειρες (1927)

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ίδρως, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.

Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος…

Θέλω να φύγω πια (1927)

Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα,
σε κάποιο τόπο αγνώριστο και νέο,
θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα,
απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο.

Σαν όνειρο να φαίνονται απαλό και να μιλούνε
έως την ψυχή τα πράγματα του κόσμου,
ωραία να ‘ναι τα πρόσωπα και να χαμογελούνε,
ωραίος ακόμη ο ίδιος ο εαυτός μου.

Σκοτάδι τόσο εκεί μπορεί να μην υπάρχει, θεέ μου,
στη νύχτα, στην απόγνωση των τόπων,
στο φοβερό στερέωμα, στην ωρυγή του ανέμου,
στα βλέμματα, στα λόγια των ανθρώπων.

Να μην υπάρχει τίποτε, τίποτε πια, μα λίγη
χαρά και ικανοποίησις να μένει,
κι όλοι να λένε τάχα πως έχουν για πάντα φύγει,
όλοι πως είναι τάχα πεθαμένοι.

Όταν κατέβουμε την σκάλα (1928) – δύο μήνες πριν από την αυτοκτονία του ποιητή

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμε
στους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε,
αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι,
μ’ ένα χαμόγελο στ’ ανύπαρκτα τους χείλη;

Τουλάχιστον δωπέρα είμαστε μόνοι.
Περνάει η μέρα μας, η άλλη ξημερώνει,
και μες στα μάτια μας διατηρούμε ακόμα
κάτι που δίνει στα πράγμα χρώμα.

Αλλά εκεί κάτου τι να πούμε, πού να πάμε;
Αναγκαστικά ένας τον άλλον θα κοιτάμε,
με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες,
ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες.

Αν έρθει κανείς την πλάκα μας να χτυπήσει,
θα φαντάζεται πως έχουμε ζήσει.
Αν πάρει ένα τριαντάφυλλο ή αφήσει χάμου,
το τριαντάφυλλο θα ‘ναι της άμμου.

Κι αν ποτέ στα νύχια μας ανασηκωθούμε,
τις βίλες του Posilipo θα ιδούμε,
Κύριε, Κύριε, και το τερραίν του Παραδείσου
όπου θα παίζουν cricket οι οπαδοί σου.

Βίντεο

Φρέντυ Γερμανός: Εκπομπές που αγάπησα, ΚώσταςΚαρυωτάκης, 1981.



Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια